«Μου έλειψε η Κέρκυρα στο βιβλίο σου, και είπα να γράψω ένα δικό μου».
Ο Σωτήρης Τριβιζάς, μέγας γνώστης και μελετητής της λογοτεχνίας, με πλούσιο δικό του έργο, μ’ αυτά τα λόγια μού εξήγησε για ποιο λόγο έγραψε το «Φονικό στους Κορφούς», την αστυνομική νουβέλα που διαβάζεται απνευστί με ένα χαμόγελο στα χείλη από την πρώτη μέχρι την τελευταία γραμμή.
Παρότι πρόκειται για αστυνομική νουβέλα, η αστυνομική πλοκή δεν είναι παρά το πρόσχημα για να μας πάρει ο συγγραφέας από το χέρι και να μας ξεναγήσει στην Κέρκυρα του χθες. Οι περισσότεροι χαρακτήρες (πλην των κεντρικών) είναι πρόσωπα υπαρκτά, που έζησαν και περπάτησαν στα καντούνια του νησιού. Όλα τα μέρη που περιδιαβαίνουμε παρακολουθώντας την ιστορία είναι υπαρκτά. Κάποια υπάρχουν ακόμα, κάποια τα κατάπιε ο αχόρταγος ρους της ιστορίας. Πολλά τα θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια, άλλα τα συζητούσαν οι παππούδες μου ή οι γονείς μου.
Δεν θέλω όμως να θεωρήσετε πως τούτο το βιβλίο με εντυπωσίασε αμιγώς για συναισθηματικούς λόγους. Η γραφή του Σωτήρη μοιάζει με ρευστό μέλι που κυλά και σε ζεσταίνει μία φθινοπωρινή νύχτα με μαΐστρο. Ένα μαλακό μάλλινο κασκόλ γύρω από τον λαιμό καθώς περπατάς μαζί με τους ήρωες στο ψιλόβροχο (ή την καταιγίδα!).
Ο Δελαπόρτας βρίσκεται νεκρός και τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι είχαν λόγο να μην τον θέλουν στα πόδια τους. Οι χαρακτήρες ηθογραφούνται παράλληλα με το ίδιο το νησί όπου ζουν. Ο τοκογλύφος, ο αφελής (έτσι δείχνει!) αστυνομικός, ο επηρμένος προϊστάμενός του, η χωριατοπούλα που έγινε κοντέσα, και πολλοί άλλοι, σπαρταριστοί και ζωντανοί˙ τόσο ζωντανοί που τους νιώθεις να σου τραβάνε το μανίκι για να τους ακολουθήσεις σε μία βόλτα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ή στη Γαρίτσα. Και η πόλη… Τόσο ζωντανή που νιώθεις το άρωμα του σοφρίτου στα ρουθούνια σου.
Αναζητήστε το βιβλίο εδώ.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...