(Της Γιώτας Βασιλείου)
Μπορεί η «Σκόνη» του Bjørnson να είναι μια ολιγοσέλιδη
νουβέλα, κρύβει όμως μέσα της πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται με την πρώτη
ματιά. Ουσιαστικά παρακολουθούμε ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει
αποστασιοποιημένα, με τον καθένα βυθισμένο στον δικό του κόσμο. Εκείνος είναι
γιατρός, πιστεύει στη λογική, την επιστήμη, στα πράγματα που εξηγούνται. Εκείνη
πάλι είναι βαθιά θρησκευόμενη και κλεισμένη στον εαυτό της. Κι ανάμεσά τους
βρίσκεται το παιδί τους, κάπως σαν να είναι παγιδευμένο σε αυτή τη σιωπή και
την απόσταση. Δεν γίνεται κάποια μεγάλη ανατροπή στην ιστορία· αντίθετα, όλα
κυλούν αργά, σχεδόν ασφυκτικά ήρεμα.
Η γραφή του Bjørnson είναι πολύ λιτή αλλά όμορφη, έχει μέσα
της μια ήσυχη ποίηση. Σου δίνει την αίσθηση πως ο συγγραφέας δεν θέλει να
εντυπωσιάσει με μεγάλα λόγια, αλλά να σου ψιθυρίσει μια αλήθεια. Η μετάφραση
του Χρήστου Κρεμνιώτη κρατά αυτόν τον τόνο – λιγομίλητος αλλά ακριβής – αν και
ίσως σε μερικά σημεία να ήθελα λίγη περισσότερη ζωντάνια. Παρ’ όλα αυτά, παρόλο
που δεν γνωρίζω νορβηγικά, αισθάνομαι πως σέβεται το ύφος του πρωτοτύπου.
Αυτό που με κράτησε πιο πολύ στο βιβλίο είναι το θέμα του: η
σύγκρουση ανάμεσα στην πίστη και την επιστήμη, όχι σαν φιλοσοφική κουβέντα,
αλλά σαν την αιτία και την αφορμή που διαλύουν μια σχέση. Ο ένας δεν
καταλαβαίνει τον άλλον και κανείς δεν κάνει το βήμα να πλησιάσει. Κι η «Σκόνη»
του τίτλου μοιάζει να είναι όλα αυτά που μένουν εν τέλει πίσω. Τα άρρητα, τα
παρατημένα, αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ, εκείνα που δεν έγιναν και τελικά
εξανεμίστηκαν σαν σκόνη πάνω σε μια ζωή που κάποτε έδειχνε να έχει προοπτική.
Από την άλλη, κατά την ανάγνωση ένοιωσα πως οι χαρακτήρες ήταν
κάπως χάρτινοι – δεν τους ένιωσα αληθινούς παρά σαν ιδέες. Δεν με παρέσυραν συναισθηματικά,
δεν με τράβηξαν με μια δυνατή ιστορία. Σε κάποιες σκηνές έμεινα απλά να τις παρακολουθώ
αποστασιοποιημένη, χωρίς να συμμετέχω συναισθηματικά. Κι αυτό, για κάποιους,
μπορεί να φανεί κουραστικό ή ψυχρό. Ωστόσο, σε δεύτερη σκέψη θεωρώ πως η ψυχρότητα
αυτή είχε το σκοπό της. Δεν ήθελε την συναισθηματική έκκληση ο συγγραφέας. Δεν
ήθελε να μας συγκινήσει αλλά να μας βάλει σε σκέψεις. Ο Bjørnson δεν επιδιώκει
το συναίσθημα· επιδιώκει τη συνείδηση. Κι αυτή η ψυχρή απόσταση, όσο κι αν
ξενίζει, ίσως τελικά να είναι και ο πιο καθαρός καθρέφτης που μας δείχνει όσα
χάνονται όταν κανείς δεν τολμά να πλησιάσει τον άλλον.
Συνολικά, ήταν μια μικρή ανάγνωση που άξιζε τον χρόνο της. Όχι γιατί με
συντάραξε, αλλά γιατί άφησε ένα από εκείνα τα αδιόρατα συναισθήματα που
επανέρχονται. Σαν τη σκόνη που δεν βλέπεις, αλλά είναι πάντα εκεί. Να αιωρείται
και να καλύπτει τα πάντα. Για πάντα.
Μπορείτε να βρείτε τη νουβέλα εδώ και καλή ανάγνωση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...