
(Της Γιώτας Βασιλείου)
Για πρώτη φορά άκουσα για τον Γιάννη Μαργέλη και τη νουβέλα
του Το μπαρ στο Λεβαλουά‑Περέ από την Κατερίνα Τσαμπά, που μου είχε
μιλήσει με ενθουσιασμό – όχι μόνο ως αναγνώστρια αλλά και ως επαγγελματίας που
είχε τη χαρά να συνεργαστεί μαζί του. Μήνες αργότερα, έτυχε να γνωρίσω και τον
ίδιο τον συγγραφέα. Καθίσαμε και μιλήσαμε πολύ – για τη συγγραφή, τη ζωή, τις σκέψεις
πίσω από τις λέξεις.
Και κάπως έτσι, δεν γνώρισα μόνο ένα βιβλίο αλλά και τον
άνθρωπο πίσω από αυτό. Κι αν κάτι έχω μάθει στα χρόνια της πιο ουσιαστικής μου
ενασχόλησης με τα βιβλία, είναι πως αυτό το πίσω από τις λέξεις – το
ποιος γράφει, γιατί γράφει, τι κουβαλά και τι αφήνει πίσω του – είναι κάτι που
κάνει την ανάγνωση πιο πυκνή, πιο βαθιά, πιο αληθινή.
Σε πρώτη φάση να πω ότι πρόκειται για την ιστορία ενός άντρα
που ταξιδεύει με τον γιο του στο χριστουγεννιάτικο Λονδίνο, κουβαλώντας μαζί
του στις βαλίτσες του ημερολόγια και παλιούς λογαριασμούς. Το μπαρ στο
Λεβαλουά‑Περέ είναι ένα ταξίδι εξωτερικό και εσωτερικό, που ξετυλίγεται
μέσα από αναμνήσεις, εξομολογήσεις και σιωπές.
Αλλά και το ίδιο το βιβλίο διαβάζεται σαν εξομολόγηση που σε
παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί σε μέρη γνώριμα σε όλους μας, αλλά με έναν τρόπο
αλλιώτικο. Μπορεί η έκτασή του να είναι μικρή, όμως ο συναισθηματικός του αντίκτυπος
είναι μεγάλος. Ο συγγραφέας δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία· σε βάζει μέσα στις
σκέψεις του ήρωά του, σκέψεις ατάκτως ερριμμένες κι επιμελώς ατημέλητες. Σε βυθίζει στην ατμόσφαιρα, σε ταξιδεύει σε δρόμους και
συναισθήματα, σε κάνει συνένοχο σε μια διαδρομή που μοιάζει και τόσο προσωπική μα συνάμα πανανθρώπινη.
Η γραφή του Γιάννη είναι λυρική, σχεδόν ποιητική, χωρίς να
γίνεται φλύαρη ή να επιδιώκει εντυπωσιασμούς. Δεν τους χρειάζεται άλλωστε. Είναι
η γραφή ενός ανθρώπου που αγαπά τις λέξεις και τις σέβεται. Σκέψεις, συνειρμοί,
σιωπές και ερωτήματα μπλέκονται σε ένα κείμενο που διαβάζεται με ρυθμό
εσωτερικό και αφήνει μια γλυκιά μελαγχολία όταν τελειώσει.
Κλείνω με ένα από τα πιο αγαπημένα μου αποσπάσματα· ένα απόσπασμα για την αγάπη και όλα όσα χρειάζεται για να ανθίσει: χώρο, χρόνο και ψυχές διάπλατα ανοιχτές. (σελ. 97)
[...] Τι κι αν μας χωρίσει η απόσταση; Ως άνθρωποι, αντιλαμβανόμαστε τρεις διαστάσεις, ενώ ο χρόνος κυλάει μπροστά αδυσώπητος, άπιαστος, ανέκκλητος. Δεν μπορούμε να τον γυρίσουμε πίσω. Ούτε να ανακτήσουμε τις χαμένες στιγμές, ούτε να σταματήσουμε τον άνεμο που παίρνει τις ώρες, τις ημέρες, τα χρόνια. Κι όμως, αν η αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα; Αν είναι μια αόρατη διάσταση, πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη; Δεν την εφηύραμε, ήταν πάντα εκεί. Είναι η δύναμη που ενώνει δύο ανθρώπους, ξεπερνώντας τους κανόνες του χώρου και του χρόνου. Για να νιώσουμε τη βαρύτητα της στιγμής, δεν αρκεί να είμαστε μαζί με κάποιον. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Η αγάπη γεφυρώνει τις ψυχές, δίνοντας νόημα στην ύπαρξή μας. Δεν περιορίζεται από τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου. Και το θαύμα της είναι ότι δε χρειάζεται παρουσία για να τη νιώσεις. Γι’ αυτό αγαπάμε ανθρώπους που πέθαναν ή εκείνους που δε γνωρίσαμε ποτέ. Η αγάπη υπερβαίνει τα όρια, είναι το φως που διασχίζει τους αιώνες, ενώνει σύμπαντα, μας συνδέει πέρα από τον χωροχρόνο. Έτσι, θα αγαπώ τον Κριστόφ σε κάθε μέρος, σε κάθε εποχή, σε κάθε γαλαξία, για πάντα... Μείναμε αγκαλιά δίχως να κοιμηθούμε, μέχρι που πήγε οκτώ παρά. Έξω ακόμα σκοτάδι. Μάτια κουρασμένα από αυπνία μα γεμάτα οδυνηρό συναίσθημα. [...]
Βρείτε το βιβλίο εδώ και καλό ταξίδι!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...