(Της Γιώτας Βασιλείου)
Έχω ξαναγράψει σε άποψή μου –και μάλιστα σχετικά πρόσφατα– πως υπάρχουν βιβλία που δεν διαβάζονται βιαστικά, αλλά σε ταξιδεύουν με την ηρεμία και τη σοφία τους, σαν να σε βάζουν να αφουγκραστείς τον χρόνο που κυλάει αλλιώς. Ένα τέτοιο είναι το Δυτικά της Σαντορίνης, της Κωνσταντίνας Μόσχου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις BELL.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το εύρος του ταλέντου της Κωνσταντίνας Μόσχου. Ό,τι κι αν θελήσει να γράψει, το υπηρετεί με αφοσίωση και το φέρνει εις πέρας με τον καλύτερο τρόπο· αστυνομικό, ιστορικό, κοινωνικό – κάθε φορά αποδεικνύει πως κατέχει απόλυτα τα εργαλεία της αφήγησης. Και το Δυτικά της Σαντορίνης έρχεται να το επιβεβαιώσει ξανά, καθώς για πρώτη φορά (τουλάχιστον για μένα) τη βλέπουμε να στήνει μια γοητευτική ιστορία που παντρεύει το απτό με το υπαινικτικό, αφήνοντας το θαυμαστό να γλιστρά μέσα στο καθημερινό. Μια ιστορία που σε ταξιδεύει, σε κάνει να αναρωτηθείς και τελικά σε κερδίζει με τη σοφία και την ομορφιά της.
Η ιστορία εστιάζει στη Φρασουά, κατά κόσμον Αθανασία Ζάννου, μια γυναίκα που έχει φτάσει τα 120 χρόνια ζωής, και βρίσκεται στην αποκομμένη Θηρασιά – έναν τόπο που, όπως η ίδια η ηρωίδα, μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τον χρόνο, τον Θεό και τους ανθρώπους. Εκεί έρχονται να την συναντήσουν ένας Γερμανός γιατρός κι ένας Έλληνας διερμηνέας, δυο άντρες με αντίθετες στάσεις στη ζωή. Η αποστειρωμένη οπτική του ενός, απέναντι στη δεκτικότητα και την ενσυναίσθηση του άλλου. Η Φρασουά από την πλευρά της –αχ πόσο την αγάπησα– διαθέτει μια εσωτερική δύναμη, αποδέχεται τη ζωή με τα καλά και τα στραβά της και αναζητά την ευτυχία μέσα από τις μικρές στιγμές.
Το Δυτικά της Σαντορίνης είναι ένα μυθιστόρημα που παίζει μεταξύ πραγματικότητας και μύθου, μεταξύ του χρόνου που φθείρει και της ζωής που αντιστέκεται. Μέσα από ένα νησί και την ηλικιωμένη ηρωίδα της, η Κωνσταντίνα καταβυθίζεται σε βαθύτερα ερωτήματα, όπως το τι σημαίνει να ζεις παρά τα χρόνια που βαραίνουν τους ώμους σου, ποια είναι η σχέση μας με τον τόπο μας, με τους άλλους, με τον χρόνο, τι σημαίνει να γερνάς, όχι μόνο σωματικά αλλά ψυχικά – πώς η απώλεια, η ανάμνηση και το πέρασμα του χρόνου επηρεάζουν την ταυτότητα και τη στάση μας απέναντι στη ζωή.
Το μυθιστόρημα επιλέγει εσκεμμένα την ακινησία του χώρου. Όλα συμβαίνουν στη Θηρασιά και η δράση μετατοπίζεται μέσω των αφηγήσεων. Μέσα από τη φαντασία, τους θρύλους και τις μαρτυρίες των ηρώων – που μπορεί να μην είναι αξιόπιστες βεβαίως, η Κωνσταντίνα καλλιεργεί παραγωγική δυσπιστία. Ό,τι ακούγεται ως μαρτυρία επιστρέφει στον αναγνώστη για επαλήθευση. Αυτό προσθέτει βάθος και μια αίσθηση αβεβαιότητας αλλά και γοητείας.
Από την άλλη, κατά πως το συνηθίζει η συγγραφέας στα βιβλία της, χρησιμοποιεί την Θηρασιά, όχι ως φόντο· αλλά ως έναν ακόμη χαρακτήρα που επιβάλλει ρυθμό, σιωπές και βλέμμα, καθορίζοντας τις αποφάσεις των ηρώων.
Κλείνοντας να πω ότι, η έμπνευση της Φρασουά συνδέεται με την πραγματική ιστορία της Ζαν Καλμάν, που έζησε 122 χρόνια και 164 ημέρες, και που –όπως γράφει η Κωσταντίνα στο σημείωμά της– «…η αμαρτία της ήταν ότι μπορεί τελικά να έλεγε ψέματα και να έκλεβε χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά…». Αυτό που μπορώ εγώ να πω με σιγουριά είναι πως το Δυτικά της Σαντορίνης είναι ένα βιβλίο που καταφέρνει να αφήσει αποτύπωμα, όχι μόνο για την εικόνα του τόπου, αλλά για τον τρόπο που κοιτάζουμε τη ζωή όταν ο χρόνος πιέζει, όταν οι επιλογές γίνονται πιο ουσιαστικές, όταν το “τι μένει” δεν είναι τα επιτεύγματα αλλά οι σχέσεις, η ψυχή, η εμπειρία.
Βρείτε το εδώ και διαβάστε το!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...