ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΑΡΡΑΛΙΔΗΣ: «Πώς θα μπορούσε ποτέ κανείς να μείνει στάσιμος όσο ο κόσμος γύρω του τρέχει μανιωδώς;»


Ο Γιώργος Θαρραλίδης είναι 33 ετών και εργάζεται σε μονάδα Εγκληματολογικών Ερευνών στην Αθήνα τα τελευταία 10 χρόνια. Από μικρή ηλικία προσπαθούσε στον ελεύθερο του χρόνο να καταπιαστεί με οποιαδήποτε τέχνη στην οποία θα μπορούσε να ενσωματώσω τη φαντασία μου και αυτό τον οδήγησε από μουσικά μονοπάτια μέχρι πιο τεχνολογικά, όπως το μοντάζ και τα ειδικά εφέ, μέχρι εν τέλει και στην συγγραφή ενός βιβλίου. Το «Temptress» είναι το πρώτο έργο που εκδίδει, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Πηγή.

(Συνέντευξη στην Αγγελική Ζούμπου)


Γιώργο, καλησπέρα κι ευχαριστώ που δέχτηκες να κάνουμε αυτή τη συζήτηση! Ποιο ήταν το έναυσμα για να το γράψεις; Ήξερες όλη την πλοκή εξ αρχής ή την ανακάλυπτες γράφοντας;

Καλησπέρα στην παρέα των ΒΙΒΛΙΟγραφικών και ένα ευχαριστώ για την ευκαιρία της συνέντευξης!

Ένα από τα χόμπι με τα οποία καταπιάστηκα πριν χρόνια ήταν και ο προγραμματισμός. Το ευκολότερο πρόγραμμα που θα μπορούσα να γράψω με τις αρχικές δεξιότητες που κατείχα ήταν ένα παιχνίδι ερωτήσεων για κινητά. Έχω μια διαχρονική αγάπη για καθετί που σχετίζεται με τις γενικές γνώσεις - από επιτραπέζια παιχνίδια τύπου Trivial Pursuit μέχρι τηλεπαιχνίδια τύπου «Ποιος Θέλει να Γίνει Εκατομμυριούχος»-, όποτε, αναπόφευκτα, αυτό το παιχνίδι που δημιούργησα θέτοντας στον παίκτη μια πληθώρα ερωτήσεων και έξυπνων γρίφων, ήταν η τέλεια «βάση» για την πρώτη μου συγγραφική προσπάθεια. Η ιστορία απέκτησε βάθος, ανταγωνιστή, στη θέση του παίκτη μπήκε ο απαχθείς πρωταγωνιστής με κίνητρο την επιβίωση, δευτερεύοντες χαρακτήρες κυνηγούν διάσπαρτα clues για την ανακάλυψη της τοποθεσίας του, και εν τέλει ένα απλό παιχνίδι για κινητά μετατράπηκε σε ένα ψυχολογικό θρίλερ 550 σελίδων. Θα τολμήσω να αποκαλύψω πως μέχρι τα μισά της «διαδρομής» της συγγραφής το φινάλε δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου, συνέχιζα όμως με γνώμονα την ανατροπή και την πρωτοτυπία. Βλέποντας σταδιακά κάθε χαρακτήρας σε τι μονοπάτι έμπαινε, σελίδα με τη σελίδα, στο μυαλό μου ευκολότερα διακρινόταν και ποιο θα είναι το τέλος όλων, απορρίπτοντας κάποιες μη-ρεαλιστικές ή πιο κοινότυπες επιλογές.

Ποιο θα έλεγες ότι είναι το κεντρικό θέμα το οποίο θα ήθελες να αναδείξεις γράφοντας;

Θα είμαι ειλικρινής: αυτό το βιβλίο πότε δεν γράφτηκε έχοντας ως βάση το να αναδείξει κάποιο θέμα, να θέσει προβληματισμούς, να μιλήσει υποσυνείδητα για κάτι μεγαλύτερο. Η ιστορία του βιβλίου, παρά το μέγεθος της, εκτυλίσσεται μέσα σε 8 ώρες - δεν θα μπορούσα (και δεν θα ήθελα) να αναδείξω κάποια θεματική μέσα από αυτήν. Θα το θεωρούσα περισσότερο ως μια όμορφη εγκεφαλική ταινία δράσης, που στο τέλος σε αποζημιώνει με το βάθος και τις ανατροπές της.

Το βιβλίο είναι μακροσκελές και συνδυάζει διαφορετικές οπτικές γωνίες. Σε δυσκόλεψε κάτι κατά τη συγγραφή του;

Το κομμάτι των διαφορετικών οπτικών γωνιών συγκεκριμένα θα έλεγα πως βοήθησε να σπάσει η οποία μονοτονία κατά τη διάρκεια της συγγραφής - οι εναλλαγές μεταξύ των πρωταγωνιστών από τρίτο σε πρώτο πρόσωπο μεταξύ κεφαλαίων μού έδιναν μια μικρή ενεργεία, σαν να έγραφα ένα δεύτερο, διαφορετικό βιβλίο. Το δυσκολότερο κομμάτι θεωρώ πως ήταν το εξής: κατά κόρον η ιστορία βασίζεται στην απαγωγή ενός προγραμματιστή και στον διάλογο αυτού με την ανταγωνίστρια, μέχρι να φτάσουν σε καθεμιά από τις δέκα ερωτήσεις που θα τον φέρουνπιο κοντά στην ελευθερία του. Ο «άθλος» έγκειται στο πώς θα μετέτρεπα κεφάλαια ολόκληρα, ορισμένα 30-40 σελίδων, σε κάτι ευανάγνωστο, παρά σε κάτι μονότονο και κουραστικό όπως θα ήταν ένας απλός διάλογος. Υπάρχουν μονόλογοι, υπάρχουν φλασμπάκ, νοερά ταξίδια, αναφορές στην ποπ κουλτούρα, και εν τέλει μια συνεχής ροή ανταλλαγής απόψεων, φιλοφρονήσεων και ύβρεων σε ωμά γραμμένο λόγο. Τέλος, ένα δεύτερο «δύσκολο» κομμάτι ήταν και η όλη έρευνα που έκανα για δεκάδες θέματα που καταπιάνεται το βιβλίο - από τις ίδιες τις 10 ερωτήσεις που πραγματεύονται θέματα όπως λογοτεχνία και βιολογία, μέχρι πιο φιλοσοφικά ζητήματα όπως η μεταθανάτια τιμωρία.

"Μέχρι τα μισά της «διαδρομής» της συγγραφής το φινάλε δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό μου, συνέχιζα όμως με γνώμονα την ανατροπή και την πρωτοτυπία."

Βλέποντας τώρα τη δουλειά σου ολοκληρωμένη στο ράφι, υπάρχει κάτι που θα ήθελες να ήξερες πριν αρχίσεις να γράφεις;

Ναι! Η συνειδητοποίηση πως το «τελικό προιόν» που είχα έτοιμο στα χεριά μου ως αυτοέκδοση ήταν πολύ μακριά από ένα ολοκληρωμένο έργο το οποίο θα μπορούσε να σταθεί σε ένα ράφι μιας καλής βιβλιοθήκης. Πίστευα πως με το τέλος της συγγραφής η ιστορία κλείνει εκεί. Θα μου έπαιρνε χρόνια επιμέλειας, feedback φίλων και εν τελεί σωστής σελιδοποίησης μέχρι να συνειδητοποιήσω πως πλέον, ναι, μπορώ να είμαι σίγουρος πως αξίζει να διαβαστεί αυτή η προσπάθεια. Επίσης, όταν πρωτοξεκίνησα δεν περίμενα πως θα έπαιρνε ακόμα και παραπάνω από δυο ώρες για να γραφτεί σωστά μια και μόνο παράγραφος˙ στην πορεία συνειδητοποίησα ότι πρέπει να βρίσκεσαι και στο κατάλληλο «mood» για να συνεχίσεις να γράφεις, να ξεπεράσεις το οποίο writer' s block, και ότι το τέλος της διαδρομής βρίσκεται αρκετά χρόνια πιο μακριά από ό,τι μπορεί κανείς να φαντάζεται.

Τι ρόλο έπαιξε η ενασχόλησή σου με τον προγραμματισμό και τους υπολογιστές στην εξέλιξη της ιστορίας; Χρειάστηκε να κάνεις έρευνα ή ήδη πριν αρχίσεις να γράφεις γνώριζες όσα θα χρειαζόσουν;

Τεράστιο ρόλο. Όπως προανέφερα, το ίδιο το κόνσεπτ της ιστορίας είναι βασισμένο στην πρώτη μου απόπειρα να μάθω προγραμματισμό - ολόκληρη η ιστορία θα έλεγα ότι είναι ένα love letter μου προς την τεχνολογία και την εξέλιξη αυτής. Εύκολα θα έλεγε κανείς πως η δομή της ιστορίας είναι σαν αυτή ενός βιντεοπαιχνιδιού, οι δοκιμασίες του πρωταγωνιστή δυσκολεύουν με το πέρασμα του χρόνου, ο ανταγωνιστής αποκαλύπτεται ως κάτι τρομακτικό, το φινάλε ίσως κρύβει μια μεγάλη αναμέτρηση. Υπάρχουν επίσης αναφορές σε καθετί τεχνολογικό - από ιατρικές ανακαλύψεις και τεχνητή νοημοσύνη μέχρι και πρόσφατες «μόδες», όπως τα κρυπτονομίσματα. Χρειάστηκα περίπου 20 σελίδες μόνο για να σημειώσω σκόρπιες λεπτομέρειες μετά από ώρες έρευνας για πολλά θέματα που δεν γνώριζα (πέραν της τεχνολογίας, και για κάθε θέμα των ερωτήσεων που υποβάλλονται στον πρωταγωνιστή), και θα έλεγα πως νιώθω δίπλα κερδισμένος ξέροντας πως, στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ταυτόχρονα έχω αποκομίσει και εγώ γνώσεις που με κανέναν άλλον τρόπο δεν θα λάμβανα.

"Και μόνο η σκέψη να περάσεις στο χαρτί και αλλά κομμάτια της φαντασίας σου, να εκφραστείς ελεύθερα και για άλλους κόσμους και ιδέες, είναι πολύ ελκυστική για να μείνει κλειδωμένη σε ένα μυαλό."

Έχεις κάποια ιεροτελεστία γραψίματος;

Βεβαίως! Σκοτάδι, απαραίτητα. Όσο το δυνατόν λιγότερα εξωτερικά ερεθίσματα, και ιδανικά το κατάλληλο soundtrack να παίζει χαμηλόφωνα. Για ορισμένα «αργά» κεφάλαια μου αρκούσε κάποιος ambient ήχος να υπάρχει στο δωμάτιο. Για τα πιο έντονα (ή τις πιο «εγκεφαλικές» σεκάνς) θα μπει doom jazz ή κάτι πιο βαρύ, σκοτεινό. Ίσως με συνοδεία κρασιού. Όφειλα να νιώσω όπως ο εκάστοτε πρωταγωνιστής, να βυθιστώ, να ζαλιστώ, δεν θα μπορούσα να εκφράσω και να περάσω στο χαρτί συναισθήματα όπως η οργή ή η λύπη εν μέσω μιας χαρούμενης πνευματικής κατάστασης.

Πώς βίωσες τη διαδικασία της έκθεσης μέσω της έκδοσης; Σε προβλημάτισε ότι θα μοιραζόσουν με το ευρύ κοινό κάτι πάνω στο οποίο δούλευες μοναχικά για χρόνια;

Η αλήθεια κρύβεται κάπου στη μέση. Μετά από 4 χρόνια συγγραφής, ένιωθα το έργο ως κάτι δικό μου, σαν ένα σφραγισμένο ημερολόγιο. Ήμουν διχασμένος αν θα ήθελα να διαβαστεί κάτι τόσο προσωπικό από εκατοντάδες αναγνώστες, αν θα ήθελα να κριθώ από άγνωστους και να βαθμολογηθώ με αστέρια για κάτι που απλά αγαπούσα πολύ να κάνω. Θα ήταν άδικο όμως μια τέτοια προσπάθεια, με έτη μελέτης και έρευνας, συγγραφής και προσωπικής επιμέλειας να μείνει στο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Όποτε, αυτό που συνέβη ήταν να πάρω όσο feedback μπορούσα από φίλους, να σχεδιάσω το δικό μου εξώφυλλο για να παρουσιαστεί όπως το είχα οραματιστεί, και να το βγάλω εκεί έξω ως μια προέκταση του εαυτού μου για την οποία δεν θα ντρεπόμουν. Νόμιζα ότι η έκθεση θα με τρόμαζε, πόσο μάλλον η παρουσίαση του έργου αυτού μπροστά σε κόσμο, όμως στο τέλος μπορώ να πω ότι απόλαυσα ακόμα και αυτό το «δύσκολο» κομμάτι, του να είσαι για μέρες, ως συγγραφέας πλέον, θέμα συζήτησης.

"Το βιβλίο είναι μία προέκταση του εαυτού μου."

Δεν είσαι από τους συγγραφείς που προωθούν το έργο τους στα social media. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή ή είναι απλώς κάτι που δεν έχεις ακόμα σκεφτεί;

Πολύ καλή ερώτηση! Θα πω την αλήθεια: βλέπω τη συγγραφή ως ένα στόχο ζωής, κάτι που ήθελα πάντοτε να ζήσω και να τσεκάρω στη λίστα με όσα πράγματα θα ήθελα πάντοτε να κάνω. Χάρηκα στο έπακρο τη διαδικασία της συγγραφής, ασχολήθηκα προσωπικά με τα γραφιστικά του, έζησα την παρουσίαση του, έφτιαξα το τρέιλερ... και κάπου εκεί νιώθω πως ο στόχος επετεύχθη. Δεν ήταν οικονομικό το κίνητρο μου, να συνεχίσω να προσπαθώ για να πουλήσω αυτό το βιβλίο - πιστεύω περισσότερο στο οργανικό μάρκετινγκ. Στο να μαθευτεί από στόμα σε στόμα γιατί αξίζει, επειδή προβλημάτισε ή ξάφνιασε κόσμο, παρά να συνεχίσω μέρα με την ήμερα να «πιέζω» για να μαθευτεί. Νιώθω ευτυχής σε αυτό το σημείο, να ξέρω πως ο στόχος επετεύχθη, μιλώντας πάντα για ένα έργο που αρχικά δεν σκόπευα καν να το βγάλω προς τα έξω. Οτιδήποτε προκύψει στην πορεία είναι ένα μπόνους σε αυτό το ταξίδι!

Ετοιμάζεις κάτι αυτή την περίοδο;

Πίστευα πως θα έκλεινε ο συγγραφικός κύκλος μου με το "Temptress", αλλά τελικά και μόνο η σκέψη να περάσεις στο χαρτί και αλλά κομμάτια της φαντασίας σου, να εκφραστείς ελεύθερα και για άλλους κόσμους και ιδέες, είναι πολύ ελκυστική για να μείνει κλειδωμένη σε ένα μυαλό. Ναι, ετοιμάζω ένα ανθολόγιο ιστοριών τρόμου/ επιστημονικής φαντασίας, πολλαπλές δεκασέλιδες ιστορίες για καθετί που δεν θα μπορούσα απλά να κρατήσω για εμένα. Συν τοις άλλοις, η αγάπη μου για την τεχνολογία φυσικά δεν έπαψε να υπάρχει - μαθαίνω εκ νέου με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης να δημιουργώ παιχνίδια για συσκευές Android, ελπίζοντας πως οι τεχνολογικές αποκαλύψεις του αύριο θα με οδηγήσουν σε ακόμα περισσότερα δημιουργικά μονοπάτια. Πώς θα μπορούσε ποτέ κανείς να μείνει στάσιμος όσο ο κόσμος γύρω του τρέχει μανιωδώς;

Βρείτε το βιβλίο του Γιώργου εδώ και καλές αναγνώσεις.

Σχόλια