Book Review: Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕ ΤΟ Λ, της ΑΝΝΙΤΑΣ ΛΟΥΔΑΡΟΥ

Η Μαριάννα Φλέσσα και η Γιώτα Βασιλείου συζητούν για την νέα συλλογή διηγημάτων της Ανν Λου, που κυκλοφορεί σε μερικές μέρες από τις Εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ.


«[...] Ο χρόνος άχρονος και αόρατος τρεμόσβηνε από πάνω του. Ο μύθος του ακίνητου ερχόταν να τον συντρίψει. Απλώς περνούν τα χρόνια, σκέφτηκε. Και όταν μεγαλώνεις είναι σαν να κυλάς πάνω σε τσουλήθρα. [...]» (Η νύχτα που τρεμόσβηνε το λ, σελ. 73)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Κοινή συνισταμένη είναι η θεματολογία της συλλογής. Αφορά καθημερινές ιστορίες, ίσως κάποιες θα τις χαρακτήριζα πεζές. Λίγοι θα ασχοληθούν διεξοδικά αλλά η συγγραφέας μάς αποδεικνύει ότι αξίζουν την προσοχή της. Σκηνές μιας αστικής ζωής που υποσυνείδητα φορτώνει την ψυχή του ατόμου με γιατί, υποχρεώσεις, υποχωρήσεις, την πληγώνει. Έχουμε συνηθίσει οι πεζογράφοι μας να υμνούν τη φύση, τον έρωτα, να ζωγραφίζουν με τις λέξεις έναν κόσμο ωραιοποιημένο. Όχι απαραίτητα ιδανικό ή επιθυμητό.

ΓΙΩΤΑ: Πράγματι, η Ανν Λου όπως της αρέσει να συστήνεται στους αναγνώστες της, επέλεξε οι ιστορίες της να εστιάσουν σε ανθρώπους μόνους ή μοναχικούς, πληγωμένους και πονεμένους. Ανθρώπους που έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για τη ζωή και την αισιοδοξία τους. Ανθρώπους που η καθημερινότητά τους είναι ο Γολγοθάς που πρέπει να ανεβαίνουν σε αυτή τη ζωή. 

«[...] Είδα χαρούμενους, είδα λυπημένους, και είδα πολλούς ούτε χαρούμενους ούτε λυπημένους. Μόνο πεινασμένους.[...]» (Χαμήλωσε, σελ. 145)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Όντως, οι ιστορίες της Λουδάρου δεν είναι ευχάριστες ιστορίες. Είναι όμως ιστορίες που ζούμε όλοι μας, σκηνές του σήμερα, σκέψεις βαθιά θαμμένες στο μυαλό μας που πολλές φορές δεν μας επιτρέπεται να ομολογήσουμε. Η Λουδάρου τα λέει έξω από τα δόντια όπως τα σκεφτόμαστε ακατέργαστα, αλλά με μια ευαίσθητη ματιά που απαλύνει στο τέλος τη σκληρότητα της ζωής και της συμπεριφοράς των άλλων.

Οι ήρωές της μελαγχολούν, θυσιάζονται, υπομένουν, περιμένουν αλλά πάντα διατηρούν μια δόση ρομαντικότητας στη ματιά τους. Πονάνε, ματώνουν, αγαπάνε, κλαίνε παλιές αγάπες και νέους έρωτες που θα σβήσουν κάτω από την πίεση της ρουτίνας. Αλλά εξακολουθούν να κοιτάζουν τον κόσμο με ποιητικό βλέμμα.

ΓΙΩΤΑ: Σε γενικές γραμμές, θα χαρακτήριζα τη δουλειά αυτή της Αννίτας Λουδάρου ως «σκοτεινή», εσωτερική και στοχαστική. Κι ενώ τη διακρίνει μια κλειστοφοβική διάθεση στο σύνολό της, παράλληλα τα διηγήματά της βγάζουν ενσυναίσθηση κι ευαισθησία κι ενίοτε αισιοδοξία για το αύριο. Μιλάει για έναν κόσμο σκληρό κι αδυσώπητο απέναντι στους ανθρώπους που τον κατοικούν, ο οποίος όμως κρύβει ομορφιές εάν ξέρεις προς τα πού να κοιτάξεις. 

Και κάτι που παρατήρησα είναι ότι δεν πέφτει σε κλισέ που θέλουν τους μεσήλικες να είναι αυτοί με τα περισσότερα κοινωνικά-οικονομικά-ψυχολογικά προβλήματα. Αντίθετα, δεν περιορίζει καθόλου το ηλικιακό εύρος των ηρώων της.

«[...] Πριν ο δείκτης δείξει ακριβώς, συνειδητοποίησε πως δεν τον φοβίζουν οι ευθείες μέρες κι ας μην του αρέσουν τόσο. Ο πόνος είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει τη γνώση σου. [...]» (Ευθείες μέρες, σελ. 43)


ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Στα 53 μικρής έκτασης διηγήματα της Αννίτας Λουδάρου, οι ήρωές της συχνά αναλογίζονται τα πεπραγμένα και διερωτώνται  για το κίνητρο των πράξεών τους και το κατά πόσο τις αποφάσεις τους, τους τις επέβαλαν άλλοι ή ήταν ολόδικές τους. 

Η συλλογή διηγημάτων «Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λ», απαρτίζεται από διηγήματα που πολλές φορές η έκτασή τους δεν ξεπερνάει τις δύο σελίδες αλλά τα νοήματα και τα συναισθήματα που εκφράζονται είναι τόσο πυκνά, που η έκτασή τους είναι αρκετή. Κάποιες φορές ένιωσα ότι διάβαζα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο.

ΓΙΩΤΑ: Ναι, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου Μαριάννα μου. Κάποια από τα διηγήματα έχουν τη φόρμα της μικροδιήγησης, αφού είναι μόλις μερικές αράδες. Ωστόσο, διαβάζοντάς τα κανείς, διαπιστώνει ότι είναι εύγλωττα. Λένε ακριβώς αυτό που πρέπει, μέσα σε ελάχιστες λέξεις. 

Επίσης, να συμπληρώσω ότι υπάρχει μια λογική συνέχεια στις ιστορίες. Δεν εννοώ νοηματική, αφού το κάθε διήγημα αφορά  διαφορετικό πρόσωπο και θέμα. Ωστόσο, υπάρχει μια κλιμάκωση στο συναίσθημα. Κάθε σελίδα που περνά, βλέπουμε τους ήρωες να οδηγούνται σε ακόμα μεγαλύτερα βάθη του ψυχισμού τους.

Και θα ήθελα να μιλήσω και για τους τίτλους που επέλεξε η Ανν Λου, για τα διηγήματά της… κάποιοι σε βάζουν σε σκέψεις (Απουσία, Μπορείς, Είναι κάποια που ζει σ' ένα υπόγειο)... κάποιοι άλλοι σε ταξιδεύουν (Ένα τροχόσπιτο και δυο καρέκλες, Ο φάρος, Οι ήχοι της πόλης). Γενικότερα, μου άρεσαν πολύ, τους βρήκα πολύ εμπνευσμένους κι ιδιαίτερους. Μια οντότητα από μόνοι τους.

«[...] Το κόλπο ήταν να μην πιστέψει τίποτα που να δείχνει υπερβολικά καλό. Είχε μάθει πως όταν λέμε καλό δεν εννοούμε ποτέ κανονικό. [...]» (Υπόγειες διαδρομές, σελ. 96)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Όσον αφορά στην πλοκή τώρα, δεν είναι έχει τίποτα το συνταρακτικό, είναι ελάχιστη και ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει στα περισσότερα από τα διηγήματα με τους ήρωες να χάνονται στις σκέψεις τους, οι οποίες όμως διαγράφονται ξεκάθαρες. Μερικά μας ξαφνιάζουν με το τέλος τους, σε άλλα ο κεντρικός χαρακτήρας αφήνει τις σκέψεις του να σβήσουν. Όλα όμως εγείρουν ισχυρή ενσυναίσθηση στον αναγνώστη και μου τράβηξαν την προσοχή από τις πρώτες τους αράδες. Ένιωσα να ταυτίζομαι με πολλούς από αυτούς.

ΓΙΩΤΑ: Πράγματι, συμφωνώ κι εγώ ότι τα διηγήματα δεν διαθέτουν κάποια αξιοσημείωτη πλοκή. Ωστόσο, η ίδια η συγγραφέας είναι σχολαστική κι ακριβής στα γραφόμενά της. Η ενασχόλησή της με την ψυχανάλυση καθώς φαίνεται της δίνει "τροφή" στη συγγραφική της προσπάθεια. Η γραφή της εισχωρεί στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων που έχει σχεδιάσει με την πένα της και δείχνει να εμπεριέχει βιωματικά στοιχεία. Παράλληλα, τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους, της παρέχουν το "υλικό" που χρειάζεται για μία εκ βαθέων έρευνα στον ανθρώπινο ψυχισμό.

«[...] Τώρα ξεχνά το όνομά της. Τη φωνάζει Έι, Έι, Έι. Μέχρι πριν από λίγο τη λέγανε προσδοκία. Ακριβή λέξη. Ποιος αγοράζει, ποιος πουλά ; Τώρα σκέφτεται αλλά δεν κάνει. Χάνεται σε μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στο νοερό και στο απτό και γίνονται τα μεροκάματα πικρά. [...]» (Στο παζάρι, σελ. 107)

ΜΑΡΙΑΝΝΑ: Γιώτα, ομολογώ ότι δε μπόρεσα να τις διαβάσω όλες μονορούφι. Σταματούσα σε κάθε μία και η εσωτερική διήγηση του παντογνώστη αφηγητή με άφηνε να ματώνω και να ταυτίζομαι με κάθε έναν από τους 53 ήρωές της.

Τα διηγήματα της Λουδάρου είναι ένα μπουκέτο ανθρώπων της Ελλάδας του σήμερα, της κρίσης. Αντιστέκονται με αξιοπρέπεια στη λαίλαπα της φτωχοποίησης και του διαδικτύου και η αντίστασή τους μπορεί να μην είναι προφανής. Ακόμα και ο τρόπος που υπομένουν σιωπηλά είναι μια μορφή αντίστασης σε αυτό που η τύχη ή οι ατυχείς επιλογές τους, τους έφεραν να ζήσουν. Και πάντα στο τέλος μια μικρή ελπίδα να φωτίζει. Μου άρεσαν, τα αγάπησα και πολλά από αυτά τα διάβασα ξανά και ξανά για τα δυνατά συναισθήματα που μου δημιούργησαν.

ΓΙΩΤΑ: Έχεις δίκιο, δεν είναι μια συλλογή που μπορεί κάποιος να την διαβάσει μονοκοπανιά. Διαθέτει εσωτερικότητα κι αυτό το μεταδίδει στον αναγνώστη, ο οποίος χρειάζεται να ενστερνιστεί και να αφομοιώσει το ανάγνωσμα. Και δεν θα το χαρακτήριζα καλοκαιρινό ανάγνωσμα. Ιδανικά, θα προτιμούσα να την είχα διαβάσει χειμώνα, με κρύο, ξαπλωμένη στον καναπέ μου, με ένα ποτήρι κόκκινο γλυκό κρασί.

H συλλογή διηγημάτων της Αννίτας Λουδάρου «Η νύχτα που τρεμόσβηνε το λ», είναι μια προσπάθεια που της αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί. Σας το προτείνουμε!

Γνωρίστε την Αννίτα Λουδάρου μέσα από το blog της!

*Φόντο φωτογραφίας εξωφύλλου: Έναστρη Νύχτα, του Vincent Van Gogh

Σχόλια