BOOK REVIEW: ΠΟΥΡΓΚΑΤΟΡΙΟ του JOHN KILLIAN από ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL

Συνέντευξη: ΝΕΛΛΗ ΣΠΑΘΑΡΗ: “Ο συγγραφέας μπορεί να αφηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά ο λογοτέχνης δεν περιορίζεται μόνο στο τι αλλά και στο πώς θα την αφηγηθεί”


 (Συνέντευξη στην Κατερίνα Τσαμπά)

Η Νέλλη Σπαθάρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Από τη μεριά της μητέρας της έχει καταγωγή από την Ύδρα, κατιούσα Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος κήρυξε την Επανάσταση στο νησί το 1821. Από τη μεριά του πατέρα της κατάγεται από μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια. Ο παππούς της, Αγησίλαος Σπαθάρης, δώρισε το πρώτο σχολείο που χτίστηκε για τους πρόσφυγες το 1927, το Σχολείο Σπαθάρη, το οποίο υπάρχει και σήμερα πλήρως ανακαινισμένο στη Νέα Φιλαδέλφεια. Είναι παντρεμένη, με δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Μένει κυρίως στην Αθήνα αλλά κάνει διαλείμματα, όπως λέει κι η ίδια, για να μείνει στο Λονδίνο. 

Της αρέσει το πιάνο, το σκάκι, το μπριτζ. Διαβάζει υπερβολικά πολύ και λατρεύει το κολύμπι. Έχει διδάξει στη Β/μια Εκπαίδευση ως φιλόλογος και Σχολική Σύμβουλος. Δίδαξε, επίσης, στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο τμήμα Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό.


Σας καλωσορίζω στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά κ. Σπαθάρη και χαίρομαι πολύ που είστε εδώ. Γνωρίζω ότι είστε απόφοιτος ελληνικής αλλά και γαλλικής φιλολογίας. Υποθέτω ότι η αγάπη για τη γλώσσα γενικότερα σας οδήγησε σε αυτές τις σπουδές. Αληθεύει;

Σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση. Ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Γαλλική Φιλολογία, καθώς αγαπούσα τη γαλλική λογοτεχνία ιδιαίτερα. Έχω μεγαλώσει στο Παρίσι, τα γαλλικά είναι σαν δεύτερη μητρική μου γλώσσα, κι όταν επέστρεψα στην Ελλάδα πήγα σε γαλλικό σχολείο, στη Σχολή Saint-Joseph. Γνώρισα τη γαλλική λογοτεχνία κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στα Sorbonne I, II, III ενόσω ήμουν ακόμη μαθήτρια και αυτό με οδήγησε στο να ξεκινήσω τις σπουδές μου στη Γαλλική Φιλολογία. 

Η λογοτεχνία με κέρδισε και συνέχισα τις σπουδές μου στην Ελληνική Φιλολογία, στο Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών. Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Συνέχισα με ένα διδακτορικό στη Λαογραφία και στη συνέχεια, έχοντας πετύχει στις εξετάσεις του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, επέστρεψα στο Παρίσι όπου έκανα τριετείς μεταδιδακτορικές σπουδές στην Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία και στην Κοινωνική Ανθρωπολογία.

Συνεπώς, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων που δεν περιορίζεται μόνο στη φιλολογία και τη γλώσσα, το οποίο έχει εκφραστεί και στα βιβλία τα οποία έχω εκδώσει, τα οποία είναι λογοτεχνικά, αλλά και επιστημονικά , πανεπιστημιακά και εκπαιδευτικά.

Ζούμε σε μια περίοδο που αποκαλώ “δημοκρατία του βιβλίου”.

Η αγάπη για τη γλώσσα μπορεί να οδηγήσει και στη συγγραφή ή πιστεύετε ότι δεν συνδέονται απαραίτητα τα δύο;

Κατά τη γνώμη μου, δεν συγγράφει κάποιος μόνο επειδή αγαπάει τη γλώσσα. Συγγράφει επειδή έχει κάτι να πει. Κι εγώ, τα τελευταία χρόνια έχω αφιερωθεί ιδιαίτερα στη λογοτεχνία γιατί θέλω να εκφράσω τις σκέψεις που με κατατρύχουν σε μια περίοδο ωριμότητας. Επίσης, υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον συγγραφέα και τον λογοτέχνη. Ο συγγραφέας μπορεί να αφηγηθεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά ο λογοτέχνης δεν περιορίζεται μόνο στο τι αλλά και στο πώς θα την αφηγηθεί. Εντάσσεται σε αυτό που αποκαλούμε στη λογοτεχνία «δυτικό κανόνα», δηλαδή στο σύνολο της λογοτεχνικής έκφρασης μέσω της λογοτεχνικής παράδοσης, των λογοτεχνικών σχολών και ρευμάτων, αξιοποιεί αφηγηματικές τεχνικές κ.ο.κ. Και αυτή η διαδικασία απαιτεί σπουδές, γνώση και όχι απλά αγάπη για τη γλώσσα.

Ποια είναι η γνώμη σας για τα βιβλία που κυκλοφορούν; Πιστεύετε ότι ένα καλό βιβλίο θα αναδειχθεί αργά ή γρήγορα, ή υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που είναι απαραίτητα;

Πιστεύω ότι ζούμε σε μια περίοδο που αποκαλώ «δημοκρατία του βιβλίου». Και με τον όρο αυτό εννοώ τη δυνατότητα που έχει ο κάθε άνθρωπος που επιθυμεί να συγγράψει να κοινοποιήσει το έργο του. Μερικές φορές διαβάζω κάποια ειρωνικά και υποτιμητικά σχόλια πάνω στο πόσοι συγγραφείς υπάρχουν και πόσο πολλοί εκδοτικοί οίκοι. Δεν θα το αναλύσω περισσότερο εδώ, μόνο θα πω μια γενικότερη παρατήρηση. Σήμερα, οι άνθρωποι είναι πιο μορφωμένοι απ’ ό,τι πριν πενήντα χρόνια. Και διαβάζουν περισσότερο, παρά το γεγονός ότι ως λαός δεν διαβάζουμε αρκετά και κάτι θα πρέπει να κάνει γι’ αυτό η εκπαίδευσή μας. Στο εξωτερικό, π.χ στο Λονδίνο όπου έχω περάσει μεγάλα χρονικά διαστήματα τα τελευταία χρόνια, μπαίνεις στο τρένο τους, τον underground, και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην διαβάζει: εφημερίδα (οι οποίες κυκλοφορούν δωρεάν και την αφήνει ο ένας στο κάθισμα για τον επόμενο), βιβλία έντυπα, βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή (kindle), βιβλία ακουστικά (audiobooks)… Και αυτό εξηγείται, καθώς ως Σχολική Σύμβουλος έχω παρακολουθήσει τα προγράμματα των αγγλικών σχολείων, έχω επισκεφτεί σχολεία τους. Τη λογοτεχνία, ως μάθημα ,την προσεγγίζουν με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς. 

Πριν από πενήντα χρόνια, εκτός από μια μικρή μειοψηφία, ο ορίζοντας των ανθρώπων ήταν πιο περιορισμένος και τα περισσότερα βιβλία που πουλιούνταν ήταν οι εγκυκλοπαίδειες και άλλα βιβλία που προωθούνταν από τους γυρολόγους βιβλιοπωλητές για να κοσμήσουν απλώς το σαλόνι. Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει, υπάρχει ευρύτερο και ουσιαστικότερο αναγνωστικό κοινό, όσο κι αν αναλογικά είναι πιο περιορισμένο απ’ ό,τι στο εξωτερικό, καθώς και συγγραφείς που θέλουν και μπορούν να εκφραστούν μέσω των αφηγήσεών τους.

Αυτό ήταν το πρώτο μέρος της απάντησής μου, η «δημοκρατία του βιβλίου», η έκδοση των βιβλίων. Ωστόσο, όταν ένα βιβλίο εκδοθεί γίνεται ένα εμπορικό προϊόν που πρέπει να προωθηθεί. Υπάρχει μια γαλλική έκφραση που λέει «δεν αρκεί να είναι καλομαγειρεμένο ένα φαγητό, πρέπει να είναι και καλοσερβιρισμένο». Δηλαδή απαιτείται και η διαδικασία της προώθησής του ώστε να βγει από την αφάνεια, να κοινοποιηθεί, να διαβαστεί, γιατί αν δεν διαβαστεί δεν θα κριθεί, δεν θα αξιολογηθεί. Και η προώθηση έχει κόστος, γιατί εμπλέκεται ένας ξεχωριστός χώρος που προωθεί αυτές τις διαδικασίες. Κι εκεί ακριβώς είναι που υπάρχει ανισότητα στην προβολή των βιβλίων. Μπορεί ένα διαμαντάκι να είναι καλά κρυμμένο και ένα καλά διαφημισμένο βιβλίο να γίνεται ευπώλητο.

Η συγγραφή διατρέχει όλη την πορεία της ζωής μου

Έχετε γράψει αρκετά βιβλία, τι είναι αυτό που σας ωθεί, που σας εμπνέει;

Η συγγραφή στη ζωή μου αποτελεί αποτέλεσμα της μελέτης για τα επιστημονικά και εκπαιδευτικά μου βιβλία και ωριμότητας για τα λογοτεχνικά μου έργα. Διατρέχει όλη την πορεία της ζωής μου. Έχω περάσει χρόνια σε βιβλιοθήκες και αρχεία μελετώντας και συγγράφοντας. Τώρα πλέον προτιμώ τη λογοτεχνική αφήγηση γιατί μου δίνει ελευθερία. Αλλά πίσω από τη πλοκή πάντα ελλοχεύει το επιστημονικό μου υπόβαθρο που χτίζει το κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό υπόβαθρο της αφήγησης. 

Έχετε κάποιο βιβλίο σας που είναι αγαπημένο; Κι αν ναι, ποιο είναι αυτό; Πείτε μας δυο λόγια για την υπόθεσή του.

Όλα μου τα βιβλία είναι το ίδιο αγαπημένα γιατί αποτελούν τα συγγραφικά μου παιδιά. Και έτσι όπως δεν ξεχωρίζουμε τα παιδιά μας, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα βιβλία μου, γιατί το καθένα έχει γραφτεί για διαφορετικό λόγο και δεν συγκρίνονται αναμεταξύ τους.

Για παράδειγμα, η νουβέλα μου «Στάκα καρδιά μου» βασίζεται σε μια εκτεταμένη λαογραφική καταγραφή που είχα εκπονήσει στο νησί μου, την Ύδρα που υπεραγαπώ, και κράτησα από την καταγραφή αυτή τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία του νησιού. Βραβεύτηκε από τον Όμιλο UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών. Η νουβέλα μου «Στην Ύδρα αέναα θα επιστρέφεις» διερευνά ένα από τα πιο αγαπημένα μου δίπολα, εκείνο της μνήμης και της λήθης και βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Τα διηγήματά μου «Γυναίκα σημαίνει πόνος» προέκυψαν από την προσβολή της γυναικείας μου φύσης από τα τραγικά περιστατικά κακοποίησης γυναικών που διαβάζουμε καθημερινά, ενώ το μυθιστόρημά μου Amor fati με βοήθησε να αναπτύξω την ενσυναίσθηση προς τη μητέρα μου, καθώς είχαμε μια πολύπλοκη και δύσκολη σχέση. Όπως, αντιλαμβάνεστε, δεν είναι απλές πλοκές, αλλά έχουν συναισθηματική εμπλοκή, άρα δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.

Θα επιλέξω, ωστόσο, να σας παρουσιάσω το μυθιστόρημά μου «Μόνο καλοκαίρια», γιατί το ερέθισμά του βασίζεται στην οικογενειακή μας ιστορία. Αναφέρεται σε τέσσερα καλοκαίρια του Μεσοπολέμου που φωτίζονται από τη διερευνητική γυναικεία ματιά, η οποία συγκρίνει τη θέση της γυναίκας στην Ελλάδα και τη Γαλλία, δύο τόπους όπου εξελίσσεται η πλοκή. Ωστόσο, έχω επιλέξει τέσσερα συγκεκριμένα καλοκαίρια κατά τη διάρκεια των οποίων, ενώ όλη η Ευρώπη διασκεδάζει με όλη την ψυχή το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ύπουλα, η αποκαλούμενη Μεγάλη Ύφεση απλώνεται και θα καταστρέψει τα πάντα. Η Μεγάλη Ύφεση αρχίζει το 1929 με την κατάρρευση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και το 1932, επί Βενιζέλου, καταρρέει οικονομικά η Ελλάδα. Πίσω από την πλοκή έπρεπε να χτιστεί το κοινωνικό, πολιτιστικό και οικονομικό υπόβαθρο. Με μεταδιδακτορικές σπουδές στην Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία στη Γαλλία, στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, είχα τις γνώσεις εκείνες που μου ενέπνευσαν το θέμα. Ωστόσο, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έκανα μεγάλη έρευνα −και ομολογώ ότι έμαθα πολλά και η ίδια− γιατί όταν ξέρεις, ξέρεις και ποια νέα ερωτήματα να θέσεις για να αναζητήσεις το υλικό της αφήγησής σου.

Πώς προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο σας «Το νησί κι ο πέρα κόσμος»; Ποιο είναι αυτό που θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη με τα βιβλίο αυτό;

Θα μπορούσα να αναφέρω κάποιες από τις σπίθες που γέννησαν Το Νησί και τον Πέρα Κόσμο, σπίθες πολύ διαφορετικές αναμεταξύ τους. Γιατί η έμπνευση είναι μια μη ερμηνεύσιμη διαδικασία του νου. Από καιρό σχεδίαζα να γράψω μια δυστοπία, καθώς τα δυστοπικά μυθιστορήματα με φιλοσοφικό και κοινωνικό υπόβαθρο μου κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον.

Έτυχε να διαβάσω μια ανάλυση του έργου του Τζέιμς Τζόυς «οι Δουβλινέζοι», και συγκεκριμένα του τελευταίου διηγήματος του έργου με τον τίτλο «Ο νεκρός». Μάλιστα, το τελευταίο αυτό διήγημα έχει γυριστεί και σε κινηματογραφική ταινία από τον Τζον Χιούστον το 1987, στην τελευταία σκηνή της οποίας, σε συνδυασμό με τη μουσική υπόκρουση, όταν την παρακολούθησα, λύγισα. Στο διήγημα αυτό εξελίσσεται ένα γεύμα, το οποίο συνοδεύεται από την εσωτερική φωνή του αφηγητή. Και όταν ολοκληρώνεται το γεύμα, βγαίνουν από το σπίτι οι συνδαιτυμόνες όπου το σιωπηλό χιόνι σκεπάζει τα πάντα.

Διάβαζα, λοιπόν, ότι στη συγκεκριμένη σκηνή του γεύματος, όπως και σε πολλές άλλες λογοτεχνικές αναφορές, το γεύμα συμβολίζει ένα είδος μετάληψης, ενώ το χιόνι σηματοδοτεί τον θάνατο. Και όλοι οι συνδαιτυμόνες που συμμετέχουν στο γεύμα είναι εν δυνάμει νεκροί.

Εκείνες τις ημέρες που μελετούσα την ανάλυση του συγκεκριμένου έργου, μου συνέβη ένα παράξενο γεγονός. Συγκεκριμένα, έχοντας μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα μου −σχέση που όπως ανέφερα γέννησε το μυθιστόρημά μου Amor fati (ψυχολογικός όρος του φιλόσοφου Φρίντριχ Νίτσε− κάποιες στιγμές της νεανικής μου ηλικίας, και ιδιαίτερα εκείνες που θα καθόριζαν τις επαγγελματικές μου επιλογές, ένιωσα ένα αόρατο στήριγμα της θείας μου, το οποίο δεν είχα την ωριμότητα να συνειδητοποιήσω. Και μετά από πολλές δεκαετίες, όταν πια οι άνθρωποι έχουν φύγει, μια από τις σκέψεις που με κατέτρυχαν ήταν ότι τα έφερε έτσι η ζωή ώστε να μην προφτάσω να την ευχαριστήσω. Μια νύχτα πετάχτηκα από τον ύπνο μου με κομμένη την ανάσα.

Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου τι ήταν εκείνο που με είχε ταράξει στον ύπνο μου. Με κλειστά τα μάτια, μέσα στο σκοτάδι, αναδύθηκε η μνήμη του ονείρου: η θεία μου, νεκρή, μου ζητούσε να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα της, για να τη φέρω πάντα μέσα μου. Ίσως να με είχε επηρεάσει η ανάλυση που είχα διαβάσει των Δουβλινέζων. Άπλωσα το χέρι στο σκοτάδι στο κομοδίνο μου, πήρα το μπλοκάκι και το στιλό που έχω πάντα δίπλα μου και σημείωσα «Περί σαρκοφαγίας», με τη δομή του τίτλου να παραπέμπει στα έργα του Ζοζέ Σαραμάγκου («Περί τυφλότητας», «Περί θανάτου», «Περί φωτίσεως»), τίτλο που τελικά δεν κράτησα στο βιβλίο μου που ακολούθησε, καθώς διεύρυνα το πεδίο.

Επιπλέον, κατά το χρονικό διάστημα της συγγραφής, κι ενώ είχα γράψει ένα σημαντικό μέρος της αφήγησης, άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο που είχα από καιρό στη βιβλιοθήκη μου, τον «Άρχοντα των μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ (Νόμπελ Λογοτεχνίας), το οποίο αναφέρεται σε μια κοινωνία παιδιών που βρίσκονται μόνα τους σε ένα νησί και η κοινωνική συμπεριφορά τους εκτρέπεται σε καταστάσεις που δεν θα πιστεύαμε με το δεδομένο της ηλικίας τους.

Μην με ρωτήσετε πώς όλα αυτά έδεσαν και δημιούργησαν κάτι τελείως διαφορετικό. Αυτό θα πει έμπνευση και δεν είναι ερμηνεύσιμη.

Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι. Αν προσέξατε, το Νησί είναι γραμμένο με κεφαλαία, είναι το όνομα ενός απομονωμένου από τη θάλασσα χώρου. Δεν αναφέρεται σε κανένα συγκεκριμένο νησί. Είναι ένας χώρος στον οποίο έχει αποδεχτεί να ζει μια κοινωνία ανθρώπων, υποταγμένη σε μια συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση, η οποία επιβάλλεται από μια Αόρατη Αρχή. Πρόκειται για μια κοινωνική οργάνωση που σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι καλύπτει τις ανάγκες των ανθρώπων.

Από την άλλη, υπάρχει ο Πέρα Κόσμος. Ποιος είναι αυτός; Μα είναι ο γνωστός μας κόσμος, αυτός στον οποίο ζούμε, με όλες του τις αντιφάσεις. Μόνο που ο Πέρα Κόσμος έχει μια δυναμική, μια θέληση για το καλύτερο μα και για το χειρότερο, σου δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου ή να βυθιστείς στα τάρταρα.

Στο Νησί, λοιπόν, οι κάτοικοι υποτάσσονται με τη θέλησή τους σε μια αόρατη αρχή, η οποία τους επιβάλλει ένα ουτοπικό κοινωνικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας τους. Ένας κάτοικός του, έχοντας διαφύγει πριν τριάντα χρόνια από το Νησί, τις πρώτες μέρες της αθέατης αυτής επιβολής, επιστρέφει με την πρόθεση να επισκεφτεί τους τάφους των γονιών του. Θα σταθεί απέναντι σε μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούν να αντέξουν οι κάτοικοι του Πέρα Κόσμου. Γιατί, όποιο ουτοπικό κοινωνικό σύστημα κι αν ενορχηστρώσει ο άνθρωπος, εστιάζει στο σύστημα και όχι στη φύση του ανθρώπου. Γιατί στη φύση του ανθρώπου δεν ταιριάζει η τελειότητα.

Ίσως, μια μέρα χρειαστεί να κάνεις την υπέρτατη επιλογή στη ζωή σου. Και τελικά, πόσα σταυροδρόμια ανοίγει η ζωή; Μας παίρνει μια ζωή να μάθουμε εάν διαλέξαμε το σωστό. Κάποιες φορές είναι μοιραίο να μην το μάθουμε ποτέ. 

Πρόκειται για ένα δυστοπικό αφήγημα, τροφή για σκέψη.

...άσε τις σκέψεις σου να σε κατατρύχουν, σημείωνε παντού σκέψεις που σου περνούν από το μυαλό, παρατήρησε τον κόσμο, λάτρεψε τις ανατροπές, το απρόβλεπτο, γιατί έτσι είναι η ζωή.

Πιστεύετε ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν ένα βιβλίο; 

Δεν γνωρίζω αν όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν ένα βιβλίο (δεν αναφέρομαι σε λογοτεχνικό κείμενο που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά σε ένα αφήγημα), αλλά πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να γράψουν ένα βιβλίο. Θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.

Αν ερχόταν κάποιος/α επίδοξος/η συγγραφέας και σας ζητούσε μία και μόνο συμβουλή περί συγγραφής, ποια θα ήταν αυτή;

Μην ακούς καμία από τις συμβουλές που δίνονται απλόχερα στα μαθήματα δημιουργικής γραφής του τύπου «γράφε κάθε μέρα έστω και μια παράγραφο» γιατί η συγγραφή δεν είναι εργασία, «γράφε πάντα την ίδια ώρα» γιατί η έμπνευση δεν έρχεται πάντα την ίδια ώρα, «να καταγράψεις εξ αρχής όλα τα πρόσωπα της αφήγησης με τα χαρακτηριστικά τους» γιατί κατά την εξέλιξη της αφήγησης μπορούν νέα πρόσωπα να σου χτυπήσουν την πόρτα της έμπνευσης και γιατί όπως εμείς οι άνθρωποι αλλάζουμε ανάλογα με τις εμπειρίες της ζωής, έτσι και οι ήρωές σου μπορούν να αλλάξουν χαρακτηριστικά, «να έχεις σχεδιάσει την πλοκή από την αρχή ως το τέλος προτού ξεκινήσεις» γιατί η αφήγηση σε πάει και όχι εσύ την αφήγηση, όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται αυτό.

Αντίθετα, άσε τις σκέψεις σου να σε κατατρύχουν, σημείωνε παντού σκέψεις που σου περνούν από το μυαλό, παρατήρησε τον κόσμο, λάτρεψε τις ανατροπές, το απρόβλεπτο, γιατί έτσι είναι η ζωή.

Με τη συγγραφή δεν «κατασκευάζεις» κάτι, αντίθετα βγαίνεις από το κλουβί του προκαθορισμένου και ρίχνεσαι στην ελευθερία της σκέψης.

Αυτήν την περίοδο γράφετε κάτι;

Εδώ και ένα χρόνο συγγράφω ένα μυθιστόρημα που σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής στην Ύδρα. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, αν και πίσω από την πλοκή υπάρχει όλο το ιστορικό υπόβαθρο. Ούτε είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο εξελίσσεται στο παρελθόν, αν και γίνονται αναδρομές σε αυτό. Είναι ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται στο παρόν και η ηρωίδα του καλείται να επουλώσει ένα οικογενειακό τραύμα που έχει προκύψει από τον θάνατο ενός Άγγλου αεροπόρου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο νησί της Ύδρας. Η δε αφορμή υπήρξε ένα πραγματικό τραγικό περιστατικό, την αφήγηση του οποίου είχα ακούσει από μια γυναίκα που το έζησε.

Και όπως και τα άλλα μυθιστορήματά μου, θέλω να του προσδώσω μια τέτοια διάσταση που να μην αποτελεί απλώς μια αφήγηση πλοκής με ιστορικό υπόβαθρο, αλλά να αποτελεί τροφή για σκέψη.

Θα θέλαμε να δώσετε μια ευχή στα αγαπημένα ΒΙΒΛΙΟγραφόπουλα που διαβάζουν με αμείωτο ενδιαφέρον.

Διαβάστε, διαβάστε μέχρι τελικής πτώσης. Αν έχετε διαβάσει ένα βιβλίο, έχετε ζήσει μια επιπλέον ζωή. Εάν έχετε διαβάσει δέκα βιβλία, έχετε ζήσει δέκα επιπλέον ζωές. Εάν έχετε διαβάσει εκατό βιβλία, έχετε ζήσει εκατό ζωές. Δική σας επιλογή το πόσες ζωές θέλετε να ζήσετε… Πάντως μόνο μία ζωή είναι φτωχή, πολύ φτωχή.

Σας ευχαριστώ αγαπητή κ. Σπαθάρη για τον χρόνο σας και την υπέροχη κουβέντα μας.

Κι εγώ σας ευχαριστώ θερμά κ. Τσαμπά. 


Την κ. Σπαθάρη μπορείτε να τη βρείτε στο Facebook: Nelly Spatharis



Σχόλια