Book Review: ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΙΧΟΣ, της ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΣΝΗ, από εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ


 (της Γιώτας Βασιλείου)

«Είμαστε τα παιδιά της τρομακτικής εποχής, η τρομαγμένη γενιά που κληρονόμησε χωρίς να το αξίζει και δεν άφησε τίποτε να κληροδοτήσει. Οι δύο εαυτοί μας, ο ανόητος εαυτός του εύκολου βίου και ο πανικοβλημένος του αβίωτου βίου δεν θα τα βρουν ποτέ. Γι’ αυτό κι εγώ, κλινήρης, νιώθω πώς δεν έχω πια καμία ιστορία να αφηγηθώ. Κάτι που τέλος πάντων να έχει νόημα, κάτι που θα ήθελα ν’ αφήσω πίσω μου, ως το μακροσκελές σημείωμα μιας ιδανικής αυτοχειρίας. Γιατί ήταν συλλογική αυτή η αυτοχειρία και δεν γράφονται σημειώματα αυτοκτονίας από τις κοινωνίες. Οι κοινωνίες όταν αυτοκτονούν αρνούνται να το παραδεχθούν στο τελευταίο γράμμα τους. Γιατί πολύ απλά δεν το γράφουν.»

Την Έλενα Χουσνή την έχουμε συνηθίσει να γράφει για θέματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνία και την ανθρώπινη φύση και όλα όσα αυτή κρύβει μέσα της. Δεν χαρίζεται σε κανέναν και δε ζαχαρώνει κανένα χάπι. Αυτό που είναι να πει θα το πει, αποτυπώνοντας με τα μελανότερα χρώματα τα κακώς κείμενα της κοινωνίας των ανθρώπων. Με το νέο της βιβλίο, την βλέπουμε να κάνει στροφή 180 μοιρών, παίρνοντας ένα ρίσκο. Ποιο είναι το ρίσκο; Γράφει δυστοπία! Καθαρή δυστοπία! Και γιατί είναι ρίσκο; Γιατί η δυστοπία δεν είναι ένα εύκολο είδος. Αντίθετα είναι ένα πολύ δύσκολο είδος, γεμάτο ιδιαιτερότητες. Ένα είδος που πολλοί τόλμησαν να ονειρευτούν μα λίγοι κατάφεραν να πραγματοποιήσουν. Και η Έλενα με τον «ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟΙΧΟ» μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι κατάφερε να πετύχει το όνειρό της! Ο «ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΙΧΟΣ» είναι μια ιστορία που έρχεται για να ανοίξει νέους ορίζοντες στο μέλλον της δυστοπικής λογοτεχνίας της χώρας μας.

Μιλώντας με μια φίλη για το βιβλίο και περιγράφοντάς το περιβάλλον που έπλασε η Έλενα με το μυαλό της, αυτό που μου είπε αμέσως ήταν: «Ρε συ, θα μπορούσε να ήταν μια μετά COVID εποχή.». Η κουβέντα της αυτή με έβαλε σε σκέψεις και πραγματικά το βρήκα πολύ ταιριαστό. Το πως δηλαδή, ένα φαινομενικά τυχαίο γεγονός, κάπου μακριά από εμάς, έφτασε να επηρεάσει όλο τον κόσμο και να αλλάξει τη ζωή μας όπως την ξέραμε μέχρι τότε. 

Η Έλενα λοιπόν έχει προχωρήσει την ιστορία κάποιες δεκαετίες πιο μπροστά, όπου ο κόσμος έχει αλλάξει ακόμη περισσότερο κι όπου άγνωστες δυνάμεις καθορίζουν τον τρόπο της ζωής των ανθρώπων. Έχουν εξουσία ζωής και θανάτου επάνω τους και προσπαθούν με δόλιους τρόπους να εξαλείψουν κάθε είδους ελεύθερη σκέψη ή βούληση από τον ανθρώπινο νου. Σκοπός είναι η δημιουργία μιας ενιαίας μορφής, ενός ομοιόμορφου συνόλου. Οι πιο αντιδραστικοί, οι αντιρρησίες συνείδησης, οι αντάρτες, οι «Πολίτες Τελικού Σταδίου» όπως τους αποκαλούν (καθώς φαίνεται οι περισσότεροι είναι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων, διανοούμενοι) οδηγούνται στο θόλο. Εκεί θα τους θέσουν σε περιορισμό, κατά τη διάρκεια του οποίου γίνεται προσπάθεια απομάκρυνσης από το μυαλό τους, των αντίθετων με το νέο καθεστώς πεποιθήσεων και «ενστάλαξης» των νέων ιδεών. Για το λόγο αυτό έχουν επιστρατευτεί οι «Αφηγητές», οι οποίοι αφηγούνται τις εγκεκριμένες και προβοκατόρικες ιστορίες στους «απολωλότες». 

Και ο κόσμος συνεχίζει να αλλάζει γύρω από τους «απροσάρμοστους» κι οι αφηγητές μάχονται με νύχια και με δόντια να τους αφυπνίσουν. Μα καθώς φαίνεται είναι ήδη αργά γιατί όταν η τέχνη και η διανόηση κάνουν τον ένα συμβιβασμό μετά τον άλλο και ξεπουλάνε τα πάντα στο βωμό της επιτυχίας, τότε όλο αυτό κοστίζει πολύ ακριβά. Σε όλους.

Θα περίμενε κανείς όλα αυτά να συμβαίνουν σε έναν τόμο των 500-600 σελίδων. Αλλά όχι. Σε  μόλις εκατόν εξήντα σελίδες η Έλενα κατορθώνει να πλάσει έναν ολόκληρο κόσμο και να στήσει μια μεστή, συμπαγή ιστορία, γεμάτη συναίσθημα. Το περιβάλλον όπως καταλαβαίνετε είναι αρκούντως κλειστοφοβικό και πνιγηρό και σε αυτό βοηθούν πολύ και οι δυνατές παρομοιώσεις και μεταφορές που συχνά-πυκνά συναντάμε μέσα στο κείμενο. Φυσικά, η εκπληκτική της εικονοπλαστική δεινότητα καθιστά πανεύκολο για τον αναγνώστη, το να δημιουργήσει ολοζώντανες εικόνες και να τον ταξιδέψει σε αυτόν τον τόσο παράξενο και αφιλόξενο θα πω, τόπο. Και συμπληρωματικά σε αυτό να πω για κάτι που λάτρεψα. Στις σελίδες ογδόντα εννέα και ενενήντα τέσσερα υπάρχουν δυο αρκετά μεγάλες παράγραφοι οι οποίες είναι γραμμένες -και διαβάζονται επίσης- με μιαν ανάσα. χωρίς σημεία στίξης. Χωρίς τελείες, άνω ή κάτω, χωρίς θαυμαστικά ή ερωτηματικά. Μόνο κόμματα εδώ κι εκεί, κι αυτά για την ανάγκη λήψης οξυγόνου. Ασθματικές, αγχώδεις, ταραχώδεις, δε θα μπορούσαν να δείχνουν με καλύτερο τρόπο τη συναισθηματική φόρτιση που βρίσκονται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή οι δύο πρωταγωνιστές.

Κάτι που συνειδητοποίησα όσο πλησίαζα προς το τέλος του βιβλίου, είναι ότι δε μου ήταν καθόλου δύσκολο να ταυτιστώ με τους ήρωες. Είτε αυτή ήταν η γυναίκα του κλωβού Ζ2, είτε ο αφηγητής της. Μπορούσα να ενστερνιστώ τις ανησυχίες τους, να νιώσω τους φόβους τους και να ανακάμψω με τις ελπίδες τους. Με ένα μαγικό τρόπο βρέθηκα κι εγώ η ίδια πρωταγωνίστρια σε ένα παιχνίδι ρόλων, μαχόμενη σε έναν άγνωστο πόλεμο, διατηρώντας, όπως αναφέρεται σε κάποιο σημείο «σπέρματα επαφής με την πραγματικότητα».

Λέω αυτό και κλείνω την άποψή μου: Ο «ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΙΧΟΣ» είναι μια εξαιρετικά καλογραμμένη νουβέλα και όσοι δεν έχετε πρότερη επαφή με το είδος, δεν πρέπει να σταθείτε στον όρο «δυστοπία» και στην όποια ανησυχία μπορεί αυτός να σας προκαλεί αλλά πρέπει να κοιτάξετε πίσω από το δέντρο γιατί υπάρχει ένα ολόκληρο δάσος από νοήματα, ιδέες και σκέψεις που αξίζει πραγματικά να διαβάσει κανείς.

Μερικά μόνο αγαπημένα αποσπάσματα:

  • Γεννηθήκαμε στον απόηχο όλων των επαναστάσεων. Όταν οι φωτιές είχαν σβήσει, όταν οι ντουντούκες είχαν σιωπήσει, όταν οι πλατείες είχαν αδειάσει. Γεννηθήκαμε την εποχή των παχιών αγελάδων όταν η θύμηση των ισχνών δεν ήταν απλά χαμένη από χρόνια μα σχεδόν προσβλητική ως υπενθύμιση. Εμείς δεν χρειαζόταν να παλέψουμε, εμείς ήμασταν οι τυχεροί, εμείς τα βρήκαμε έτοιμα γιατί οι προηγούμενοι, και οι προηγούμενοι των προηγούμενων, είχαν φροντίσει να στήσουν οδοφράγματα, να κάψουν κάδους, να ανάψουν φωτιές μεγάλες, τόσο μεγάλες που οι καπνοί έπνιξαν και τους ίδιους. Και μαζί μ’ αυτούς έπνιξαν κι εμάς που ήρθαμε μετά όχι από την έλλειψη οξυγόνου, αλλά από την υπερπροσφορά του.(σελ. 51)
  • Καταφέρνω καμιά φορά να ονειρεύομαι αυτό που θέλω. Η κατάστασή μου είναι μόνιμα ληθαργική κι ίσως αυτό που περνώ για όνειρο να είναι τελείως τεχνητό, μια κατασκευή του συνειδητού πασπαλισμένη με το αχαλίνωτο υποσυνείδητό μου που προσπαθώ να το θρέψω με ασυδοσία από τότε που κατάλαβα, ευτυχώς πολύ νωρίς, δυστυχώς πολύ αργά, ότι η μόνη μου ελπίδα είναι να μην πάω στο… μάθημα. (σελ. 98)
  • Γεννιόμαστε με την προσμονή της γνώσης, σε έναν κόσμο που φαντάζει εχθρικός και συνάμα γοητευτικός. Μεγαλώνουμε με σπέρματα γνώσης κι ελπίζουμε να βρουν διαθέσιμους κοινωνικούς κάλυκες να γονιμοποιηθούν. (σελ. 107)
  • Η τέχνη δεν κάνει επαναστάσεις. Η τέχνη έρχεται να πει την ιστορία τους. Αφού πρώτα έχουν αιματοκυλιστεί οι κοινωνίες, αφού έχει πάλι η ιστορία χορέψει στην τραμπάλα του μίσους και της παραίτησης. Στην τσουλήθρα της εξουσίας που σε σπρώχνει να γκεμοτσακιστείς κι έπειτα σου προσφέρει μολυσμένους επιδέσμους. (σελ. 127)

Καλές αναγνώσεις!



Σχόλια