Διήγημα: ΤΥΨΕΙΣ..., του Βασίλη Καραναστάση

ΤΥΨΕΙΣ...


Είναι νύχτα. Πηχτή. Από μακριά αστραπές αυλακώνουν τον νυχτερινό ουρανό και βροντές ακούγονται παντού στην πόλη. Σε πολύ λίγο ανοίγουν οι ουρανοί και ποτάμια νερού κατακλύζουν τους δρόμους. Η Λάουρα, μια  ψηλόλιγνη κοπέλα, είναι μόνη στο σαλόνι του σπιτιού της και κάθεται χαζεύοντας τη βροχή. Ο αέρας φυσάει μανιασμένα χτυπώντας τα παραθυρόφυλλα η βροχή χτυπάει στο τζάμι και με τον κάθε χτύπο της ψιθυρίζει το όνομά του: Παντελής. Δεν αφήνει το δάκρυ της να κυλήσει, μα καθώς το κρατάει κυλάει στην ψυχή της και της θυμίζει την απουσία του που τόσο την πονά...Μια ρόμπα είναι περασμένη πάνω στους ώμους της και γύρω στο κορμί της κι’ αυτή ξαπλωμένη μέ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι αφήνει τις αναμνήσεις να την κατακλύσουν.

Ήταν 14 Φεβρουαρίου, πριν ένα χρόνο, ημέρα Τετάρτη, όταν αυτή έκανε το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της: Του ζήτησε να χωρίσουν. Είδε τον σπαραγμό στα μάτια του, είδε την απελπισία να τον τυλίγει...Δεν κατάλαβε πόσο τον πόνεσε, πόσο τον έκανε να υποφέρει. Δεν κατάλαβε εκείνη τη στιγμή πόσο τον έκανε να λυγίσει...Η βροχή συνέχισε να πέφτει, τα μάτια της κοιτούν μπροστά και τη βροχή χαζεύουν, μα η σκέψη της ταξιδεύει σ’ εκείνον και στο τεράστιο σφάλμα της να του πει να χωρίσουν...

Ήταν 14 Φεβρουαρίου, πριν ένα χρόνο, ημέρα Τετάρτη που του ζήτησε να χωρίσουν... Πίνει μια γουλιά απ’ το ποτήρι και το νοιώθει σαν φαρμάκι να κατεβαίνει στα σπλάχνα της. Αργά κυλούν οι στάλες της βροχής και της θυμίζουν τη μοναξιά της και την ανάγκη της για μια αγκαλιά του. Όμως τώρα Εκείνος είναι πολύ μακριά...Κι’ αυτή εκεί, κολλημένη στις τύψεις της. Κοιτάει το τζάμι μα η σκέψη της ταξιδεύει αλλού, σκέφτεται την μοναξιά χωρίς εκείνον, σκέφτεται συντετριμμένη τα χρόνια που φεύγουν χωριστά από εκείνον... Οι τύψεις την είχαν πλέον κυριεύσει ολοκληρωτικά. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι με τόσες ενοχές παρά μόνο αν εξιλεωνόταν για το έγκλημα που είχε διαπράξει, αυτό το ασυγχώρητο σφάλμα να χωρίσει με την δική της ευθύνη από έναν υπέροχο άντρα. Αλλά τώρα ήταν αργά... Ξαπλωμένη σχεδόν στον μεγάλο καναπέ συλλογιζόταν πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να της θυμίζει τόσα πράγματα. Συλλογιζόταν κάποιες άλλες εποχές, όταν ήταν μαζί του, στη ζεστή χειμωνιάτικη κάμαρη παρέα με την δική του αλλιώτικη μυρουδιά. Η εποχή που ήταν μαζί του της φαινόταν μια εποχή μακρινή και νεκρή σαν μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια, ζώντας τώρα στη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι. Να ελπίζει για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για αυτήν το κάθε τι. Να ελπίζει ότι θα ακούσει, έστω και για μια τελευταία φορά, τα βαριά του βήματα στην πόρτα της εισόδου. Γέλασε για λίγο πικρά, ήταν τόσο μάταια όλα...Σκέφτηκε ότι ήταν πολλά τα μικρά της πταίσματα που συνέθεσαν αυτό το εγκληματικό της λάθος να του προτείνει να χωρίσουν. Δεν της άρεσε το όνομά του, το έβρισκε αφόρητα λαϊκό. Τον φώναζε Λάκη αλλά καταλάβαινε ότι κορόϊδευε τον εαυτό της. Κάτι δεν της κολλούσε. Σκεφτόταν τις φίλες της, τα σχόλιά τους όταν τύχαινε να αναφέρει σε συζήτηση το όνομά του. Έπειτα δεν της άρεσε το επάγγελμά του. Γυψοσανιδάς. Αυτή ήταν κόρη διπλωμάτη και της ενοχλούσε το επάγγελμά του. Το έβρισκε φριχτό, ντρεπόταν να τον συστήσει σε φίλες της κοινωνικής της τάξης. Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό της. “Πόσο ανόητη ήμουν” σκέφτηκε. Η βροχή συνέχισε να μαστιγώνει τα τζάμια και τα δάκρυά της άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της. Υπήρξε ανόητη, έδιωξε έναν άνθρωπο που την λάτρευε που την είχε θεό του. Την πείραζε ότι ήταν φαλακρός...Γέλασε και ήπιε μια γουλιά απ’ το κρασί της. Δεν είχε σκεφτεί τότε ότι πολλοί διάσημοι ηθοποιοί ήταν γοητευτικοί εξ’ αιτίας αυτού ακριβώς. Στο μυαλό της ήρθαν ονόματα όπως Γιουλ Μπρίνερ, Τέλης Σαβάλας και άλλοι. Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της, αλλά δεν έβρισκε κανένα ελαφρυντικό. Υπήρξε ανόητη. Αυτό ήταν όλο. Μπορεί βέβαια ο Παντελής της να ήταν γραμματικά και κοινωνικά αμόρφωτος, με μόνα ενδιαφέροντα τα αθλητικά και τις σωματικές του ανάγκες, αλλά αυτό άραγε δεν ήταν που τον τοποθετούσε στην κατηγορία των πραγματικών αντρών; Των πραγματικών αρσενικών; Σκούπισε για λίγο τα δάκρυά της και κοίταξε έξω στο σκοτάδι. Η βροχή συνέχιζε με μανία να χτυπάει στο τζάμι. Κάθε σταγόνα σχημάτιζε την λέξη “γιατί”, πυρωμένο σίδερο στην καρδιά της.

Ήταν 14 Φεβρουαρίου, πριν ένα χρόνο, ημέρα Τετάρτη που του ζήτησε να χωρίσουν...Ήρθαν στο νου της οι στιγμές που την έπαιρνε στα μπράτσα του και την κρατούσε σφιχτά όταν φοβισμένη απ’ τους κεραυνούς κούρνιαζε στην ζεστή αγκαλιά του. Θυμήθηκε με ένα νοσταλγικό χαμόγελο όταν έτρεχε βιαστικά να της ανοίξει την πόρτα στο αυτοκίνητο, παρόλο που κούτσαινε ελαφρά απ’ το δεξί του πόδι, από ένα παλιό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Πόσο ευγενικός ήταν...Και δεν ήταν το μόνο ατού του χαρακτήρα του. Ήταν και πολύ χαριτωμένος ειδικά τις φορές που έτρωγαν έξω κι’ αυτός με την ντροπαλότητα που τον χαρακτήριζε όταν έπαιρνε στα χέρια του τον κατάλογο των φαγητών δεν φορούσε τα γυαλιά του, από ντροπή, αν και είχε επτάμισυ βαθμούς μυωπία και άλλα έβλεπε, άλλα παράγγελνε και άλλα του έφερναν. Πόσο γελούσαν τότε... Ήπιε ακόμα λίγο, όσο και να έπινε δεν την έπιανε. Ο καημός της ήταν μεγάλος.

Ήταν 14 Φεβρουαρίου, πριν ένα χρόνο, ημέρα Τετάρτη που του ζήτησε να χωρίσουν. Οι αναμνήσεις σαράκι στην ψυχή της. Ήταν σ’ αυτό ακριβώς το δωμάτιο που αγκαλιασμένοι με τον Παντελή της έβλεπαν κάποια θαλασσινή περιπέτεια, από αυτές που του άρεσαν πολύ, αλλά που εξ’ αιτίας ενός ατυχήματος στη σκαλωσιά είχε αδύνατη ακοή στο αριστερό του αυτί και μπέρδευε τις ομόηχες λέξεις όπως, λούτσος – μούτσος και άλλες. Πόσο γελούσαν τότε, σαν τα μικρά παιδιά που κάνουν σκανδαλιές. Γέμιζε η κάμαρα με τα γέλια τους όταν αυτή τον πείραζε που δεν μπορούσε εύκολα να φτιάξει ένα παζλ (5-8 χρονών) και παιδευόταν και δωσ’ του γέλια και δωσ’ του πειράγματα...Ξαναγέμισε το ποτήρι της, το μπουκάλι με το κρασί κόντευε να αδειάσει. Η κάμαρα τώρα έμενε άδεια, φορτωμένη με πικρές αναμνήσεις, με λάθη. Οι μνήμες της γύρισαν ένα χρόνο πίσω.

Ήταν 15 Φεβρουαρίου, πριν ένα χρόνο, ημέρα Πέμπτη, αργά το βράδυ όταν η Λάουρα πληροφορήθηκε ότι ο Παντελής της ήταν ο μοναδικός υπερτυχερός στην κλήρωση του Τζόκερ...


Για τα ΒΙΒΛΙΟγραφικά
Βασίλης Καραναστάσης, Απρίλιος 2020



~|~|~|~|~|~|~|~|~|~



Βιογραφικό του συγγραφέα: Ο συγγραφέας είναι ενήλικος. Του αρέσει να διαβάζει Σελίν και να βλέπει ταινίες του Μπουνιουέλ. Απεχθάνεται την υποκρισία, τη χλιαρή μπίρα και το γιαούρτι με 2% λιπαρά.


Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα ή να αγοράσετε τα βιβλία του Βασίλη εδώ.




~|~|~|~|~|~|~|~|~|~



Τα κείμενα των συγγραφέων ανεβαίνουν αυτούσια, χωρίς περικοπές και διορθώσεις. Οι συγγραφείς είναι υπεύθυνοι ώστε να κείμενά τους να είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων.










Σχόλια