Book Review: ΔΕΚΑ ΚΑΙ ΔΕΚΑ, του ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ, από εκδόσεις ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ

(Της Γιώτας Βασιλείου ) Το τηλέφωνο χτυπάει. Εκείνος απαντά. «Δέκα και δέκα» του λέει μια γυναικεία φωνή και κλείνει η γραμμή. Το επόμενο βράδυ το ίδιο. Και το μεθεπόμενο και κάθε βράδυ έκτοτε. Φάρσα ή απειλή; Το ερώτημα ταλανίζει τον Μάριο Μαθιόπουλο και τον αναγκάζει να ανατρέξει στα πρώτα κεφάλαια της ενήλικης ζωής του. Το «Δέκα και Δέκα» του Σπύρου Κακατσάκη είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο, ένα βιβλίο μυστηρίου που καταπιάνεται με την ανθρώπινη φύση με κατανόηση αλλά και με κριτική ματιά. Με τον τίτλο του να θυμίζει διαρκώς το σταμάτημα του ρολογιού σε μια συμβολική ώρα, το μυθιστόρημα φτιάχνει μια ατμόσφαιρα διακριτικού σασπένς. Η καθημερινότητα του ήρωα ανατρέπεται από μια φράση που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη – αλλά σιγά σιγά μετατρέπεται σε εμμονή, σαν ένα ξυπνητήρι της μνήμης, σαν σε καθρέφτη που τον καλεί να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Η γραφή του Κακατσάκη είναι απλή αλλά όχι απλοϊκή. Χτίζει τις σκηνές του αργά και προσεκτικά. Με την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλάει...

Book Review: Ο ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΙΝΟΥΝΤΑ, του ROBERTO VECCHIONI, από τις Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ


(Της Γιώτας Βασιλείου)

«…οι λέξεις δεν νοούνται χωρίς τις έννοιες, οι γραμματικές κατηγορίες («μέρη τού λόγου») χωρίς τις αντίστοιχες νοητικές κατηγορίες και οι συν-τακτικές δομές τής γλώσσας (φράσεις, προτάσεις, υπερπροτασιακά σύνολα) χωρίς τις ποικίλες νοηματικές συν-άψεις.» Γ. Μπαμπινιώτης, Σύγχρονη Σχολική Γραμματική για όλους

Αλήθεια, πως θα σου φαίνονταν εάν οι λέξεις έχαναν τη σημασία τους; Εάν εξαφανίζονταν τα νοήματα και χανόταν η αξία τους; Πως θα σου φαινόταν αν τα συναισθήματά σου δεν έβρισκαν τρόπο να αποδοθούν, αφού δε θα υπήρχαν λέξεις να τα ντύσουν;  Τα ρητορικά αυτά αν και απίθανα ερωτήματα, πραγματεύεται στη, μόλις 124 σελίδων, συμβολική του νουβέλα, ο Roberto Vecchioni. Πρόκειται για ένα αλληγορικό παραμύθι γραμμένο με απαράμιλλη λυρικότητα, όπως και τα υπέροχα τραγούδια που για πάνω από μισό αιώνα μας έχει χαρίσει ο συγγραφέας. Ποιητής και τραγουδοποιός, δε θα μπορούσε να ξέρει καλύτερα τη δύναμη και την αξία των λέξεων. 

Μέσα από τις σελίδες της νουβέλας του, βλέπουμε να συνυπάρχουν άφθονα όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα. Χαρά, λύπη, απογοήτευση, αγωνία, φόβος. Αυτό που λείπει όμως είναι η δυναμική των λέξεων. Αυτή που δίνει νόημα στις φράσεις μας και δικαιολογεί τα συναισθήματά μας. «Ο Σελινούντας είναι ο κόσμος, είναι μια τάξη που την ορίζουν κινήσεις γλυκές και ήρεμες, μια αρχέγονη λιτότητα που αδυνατεί ν’ αναμετρηθεί με τη γενική παγκόσμια τρέλα. Ο Σελινούντας είναι μια σκηνή στην έρημο, όπου είσαι ή βοσκός ή καμήλα· δεν είναι το παλάτι της Βαβυλώνας ούτε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μόνο από μια τέτοια σκηνή μπορεί να προέλθει κάτι που να φέρνει την αλήθεια, γιατί ο Σελινούντας δεν είναι φιλοσοφική αλληγορία, ούτε εικονική, πόσο μάλλον ταξική· είναι η ιστορία καθαυτή.», σημειώνει ο συγγραφέας στον υπό μορφή διήγησης, πρόλογό του, θέλοντας να μας αποτρέψει από το να θεωρήσουμε το βιβλίο του μια φιλοσοφική νουβέλα. Ασχέτως αν διαβάζεται εν τέλει, έτσι ακριβώς. Ωστόσο, η ιστορία του Βεκιόνι, είναι πέρα ως πέρα αληθινή, αν αναλογιστεί κανείς ότι ζούμε σε μια κοινωνία που τείνει να ξεχάσει, τη σημασία και τη δύναμη των λέξεων και του λόγου. 

Ο "Βιβλιοπώλης" του Βεκιόνι, είναι ένα δυστοπικό παραμύθι που μας θυμίζει ότι οι λέξεις είναι παραπάνω από ένας προσυμφωνημένος κώδικας επικοινωνίας των ανθρώπων. Είναι η ζωφόρος των πάντων. Από τις λέξεις ξεκινάνε όλα και σε αυτές σταματάνε. Οι λέξεις δίνουν υπόσταση στα πράγματα, στα συναισθήματα, στις σκέψεις, στα πάντα. «…σαν οι λέξεις να μη βρίσκονταν εκεί για να δηλώσουν κάτι άλλο, πέρα ακριβώς από τον ίδιο τους τον εαυτό· ήταν προσωπικότητες, όχι διερμηνείς, και μάλιστα τόσο βαθιές, τόσο ζωντανές, ώστε οι ίδιες τελικά να γίνονται τα πράγματα που περιγράφουν.».

Συνοψίζοντας, «Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα» είναι ένα μικρούτσικο βιβλιαράκι, το οποίο όμως ασκεί τεράστια γοητεία στον αναγνώστη του. Ρέει απαλά και μας ταξιδεύει στο χρόνο, για να συναντήσουμε όλους τους Μεγάλους: Σαπφώ, Σαίξπηρ, Περικλής, Δάντη, Τολστόι κτλ. Το λάτρεψα και γνωρίζω πολύ καλά, πως θα βρίσκεται στη σκέψη μου κάθε φορά που πιθανόν, θα δυσκολεύομαι να εκφράσω αυτό που νιώθω. 

Αν το έντυνα με ένα τραγούδι αυτό δε θα ήταν άλλο από το ομώνυμο Il libraio di Selinunte, με τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα/τραγουδοποιού.

Διάβασε περισσότερα για το βιβλίο εδώ.


Μετάφραση τραγουδιού:

Έτσι τη νύχτα, όταν όλα ήταν σιωπή στον δρόμο,

σκαρφάλωνα απ’ το παράθυρο και περπατούσα με τα παπούτσια στο χέρι,
και τρύπωνα στο αχνό φως του μαγαζιού του,
για ν’ ακούσω τη φωνή εκείνου του μικρού ανθρώπου.

Έτσι τη νύχτα, σ’ εκείνο το δωμάτιο όπου ξεχνούσα τον χρόνο,
στεκόμουν να τον ακούω κρυφά, όσο διάβαζε
λέξεις από μυθιστορήματα και στίχους σαν πράγματα απτά,
κι απ’ το θρόισμα των σελίδων ένιωθα να πετάω…

και οι λέξεις σαν μουσική από μετάξι
μου έπιαναν το χέρι,
και με οδηγούσαν μακριά, εκεί όπου η καρδιά
δεν νιώθει πια μακριά:
μέσα στις εικόνες, στα βιβλία και στο δέρμα
εκείνων που είχαν ζήσει πράγματα τόσο ίδια με μένα·
στην τρέλα του να ’σαι άνθρωπος και στ’ αστέρια
για να πας πέρα απ’ τον πιο ανίατο πόνο που υπάρχει·
και οι λέξεις γέμιζαν με αγάπη,
οι δικές του λέξεις γίνονταν αγάπη,
οι λέξεις του γίνονταν η αγάπη.

Έτσι τη νύχτα, όταν του έκαψαν το σπίτι,
κι ο κόσμος γελούσε λέγοντας πως επιτέλους, ήταν καιρός,
κατάλαβα πως υπάρχει πραγματικά μια άπειρη διαφορά
ανάμεσα στο να μαθαίνεις να ζεις και στο να μαθαίνεις τη ζωή:

κοίταζα τον αυλητή που έσερνε πίσω του τις λέξεις
και τις τραβούσε στο λευκό φως του φεγγαριού:
δεν γύρισε, ούτε για να χαιρετήσει,
τις πήρε όλες μαζί του και τις έριξε στη θάλασσα…

κι οι λέξεις του βιβλιοπώλη από εκείνο το βράδυ
έφυγαν για πάντα,
κι έμεινα με τα μάτια ενός παιδιού
που δεν μπορεί πια να ονειρευτεί:
κάθε βράδυ επιστρέφω με τα παπούτσια στο χέρι
για να δω μήπως κάπου τις φέρεις πίσω·
τη μέρα προσπαθώ να τις θυμηθώ, μα μάταια,
πολλοί άνθρωποι δεν αλλάζουν και δεν θα αλλάξουν ποτέ:
όλοι μιλούν, μα δεν λένε λέξεις,
τα πράγματά τους δεν γίνονται λέξεις:
μου λείπεις εσύ, μου λείπουν οι λέξεις σου…

Μα υπάρχουν βραδιές που, κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα,
μοιάζει σαν να σ’ ακούω, κι όμως δε σε βλέπω:
μα αν αυταπατώμαι πως όλα είναι ακόμη αληθινά,
σχεδόν το πιστεύω.



Σχόλια