Book Review: ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΩΝ ΕΠΕ, του JACK LONDON, από εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ


(Της Γιώτας Βασιλείου)

Ο Jack London γεννήθηκε το Γενάρη του 1876 και ήταν από τους πρώτους συγγραφείς που πραγματικά κέρδισαν χρήματα με την πένα τους. Η μεγάλη του αγάπη για τη φύση, τα ταξίδια και την περιπέτεια, τον εξώθησε στο να φύγει από το σπίτι του στα 15 του μόλις χρόνια. Έκανε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους επαγγέλματα, όπως κυνηγός φώκιας, ανθρακωρύχος, ακτοφύλακας, δημοσιογράφος και πολλά άλλα. Παράλληλα σπούδαζε και έγραφε διάφορα διηγήματα. Τον Ιούλιο το 1897, θαμπωμένος από τη λάμψη του χρυσού, βγήκε στο κυνήγι του πολύτιμου μετάλλου, πράγμα που δε ξέρω αν του απέφερε περισσότερα χρήματα, σίγουρα όμως του άφησε σοβαρά προβλήματα υγείας. Κατά τη διάρκεια όμως της θητείας του ως χρυσοθήρας, μπόρεσε και συγκέντρωσε πολύ υλικό για τα μετέπειτα βιβλία του. Γυρνώντας από το μακρινό Κλοντάικ, ο Λόντον έκανε μεγάλες προσπάθειες να δικτυωθεί στον εκδοτικό χώρο. Έχοντας την τύχη με το μέρος του, είδε τα διηγήματά του να βλέπουν σύντομα το φως της δημοσιότητα, αφού η εδραίωση της τεχνολογίας Offset στις εκδόσεις, έκανε την έκδοση των εντύπων ευκολότερη και γρηγορότερη.

Ο Τζακ Λόντον είναι πολυγραφότατος και πολύ πετυχημένος. Πέραν αυτού, είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να αντλεί τις εμπνεύσεις του. Αγόραζε την πλοκή από ένα νεαρό ονόματι Σίνκλαιρ Λιούις και χρησιμοποιούσε στοιχεία από εφημερίδες, περιοδικά και άλλα βιβλία, για να στήσει τις ιστορίες του.  Αυτοί ήταν κι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους κατηγορήθηκε αρκετές φορές για λογοκλοπή. Προς το τέλος της ζωής του ο Λόντον ήταν κάτοχος μιας βιβλιοθήκης αποτελούμενης από πάνω από 15 χιλιάδες τόμους. Όταν ρωτήθηκε γι’ αυτήν ανέφερε ότι «ήταν το μέσον της επιτυχίας» του.

Τα έργα του αφορούν κυρίως στη ζωή στη φύση, τα δέντρα, τα βουνά, τα άγρια ζώα αντικατοπτρίζοντας έντονα την αγάπη του γι’ αυτή και για την περιπέτεια. Το «Γραφείο Δολοφονιών ΕΠΕ» είναι το μοναδικό του έργο που δεν αναφέρεται στο αγαπημένο του θέμα. Δυστυχώς όμως, δεν πρόφτασε να γράψει παρά 13 κεφάλαια πριν πεθάνει. Τη νουβέλα του συνέχισε, βασιζόμενος στις σημειώσεις του, ο Ρόμπερτ Λ. Φις. Η επέμβαση του Φις είναι τόσο επιτυχημένη, που σχεδόν δε γίνεται διακριτή η γραμμή που διαχωρίζει τη γραφή τη δική του με αυτή του Λόντον.

Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, το «Γραφείο Δολοφονιών ΕΠΕ» ξεπερνά τα όρια του αστυνομικού θρίλερ και θεωρείται ισάξιο με τα άλλα αριστουργήματα του Τζακ Λόντον. Η ιστορία αφορά σε μια εταιρεία η οποία αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας, με καθαρό κι επαγγελματικό τρόπο, τη δολοφονία ατόμων τα οποία, ο Ιβάν Ντργκομίλοφ, ο διευθυντής του γραφείου, κρίνει ότι είναι εχθροί της κοινωνίας. Τι γίνεται όμως ότι τα συμβόλαιο θανάτου έχει στο όνομα του θύματος το δικό του; 

Πρόκειται για μια συναρπαστική νουβέλα, με έντονη φιλοσοφική διάθεση και πασπαλισμένο με το γνωστό κυνισμό του συγγραφέα. Το γραφείο δολοφόνων του Ντργκομίλοφ απαρτίζεται από στοχαστές και φιλόσοφους, που δε φοβούνται το θάνατο και που πιστεύουν ότι οι ενέργειές τους δικαιώνονται από το σκοπό τους. Σε αυτό του το έργο ο Λόντον χάνει το γνωστό του απλοϊκό και περιπετειώδες στυλ (Το κάλεσμα της άγριας φύσης, Ασπροδόντης κτλ) κι η αφήγηση περνά σε έναν πιο αργό ρυθμό, με πιο σύνθετο λεξιλόγιο. Μέσα από την ιστορία του, ο συγγραφέας προσπαθεί να δείξει ότι η βία και η εξόντωση ατόμων αποδεδειγμένα επιβλαβή για την κοινωνία, δε δικαιολογείται από ηθικής άποψης. 

«Ο κόσμος πρέπει να αναγνωρίσει τη συλλογική ευθύνη για απόδοση δικαιοσύνης, δε μπορεί πια να είναι στόχος λίγων εκλεκτών κι αυτοεπιλεγμένων. Η σωτηρία πρέπει να’ρθει από μια μεγαλύτερη ηθικότητα από όση εμείς προσφέραμε. Πρέπει να’ρθει από την αυξανόμενη ηθική του ίδιου του κόσμου…»

Παρόλο που εκ πρώτης όψεως δε μοιάζει σαν τέτοιο, το «Γραφείο Δολοφονιών ΕΠΕ» είναι μια ιστορία δράσης, μόνο που η δράση δε βγαίνει μόνο μέσα από ανθρωποκυνηγητά ή εξορμήσεις σε χιονισμένα, άγρια υψίπεδα. Εδώ η δράση προκύπτει κυρίως από τη μετουσίωση των συμβάντων σε ηχηρά μηνύματα. Μηνύματα που απορρέουν μέσα από τις φιλοσοφικές συζητήσεις των χαρακτήρων του βιβλίου, οι οποίοι μπορεί μεν να είναι δολοφόνοι αλλά δεν εμφανίζονται ως αιμοσταγείς βάρβαροι αλλά ως σκεπτόμενοι και φιλοσοφημένοι άνθρωποι, έχοντες έναν απώτερο σκοπό στη ζωή τους. Όλα αυτά δημιουργούν ένα λογοτεχνικό παράδοξο. Καθώς φαίνεται ακόμη κι ο ίδιος ο Τζακ Λόντον αποθαρρύνθηκε από τη διαφορετικότητα αυτού του έργου. Μάλιστα σε γράμμα του προς τον «προμηθευτή» των πλοκών του, το Σινκλαίρ Λιούις έγραψε: «Έγραψα 20.000 λέξεις στο Γραφείο Δολοφονιών και για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι τόσο βαρυεστημένος και περδικλωμένος. Ό,τι έκανα δεν είναι και πολύ καλό, και δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν πρέπει να συνεχίσω ή όχι.». Αν με ρωτάτε πάντως θα σας πω ότι, είναι μεγάλο κρίμα που δεν το συνέχισε παρά το άφησε να «σαπίζει» μέσα σε ένα συρτάρι. Ευτυχώς για εμάς, 47 ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, το βιβλίο έκανε την εμφάνισή του, ολοκληρωμένο πλέον από το Ρόμπερτ Λ. Φις, στη Νέα Υόρκη (1963). 

Ολοκληρώνοντας θέλω να πω ότι το τέλος της ιστορίας είναι εξαιρετικό. Εδώ έχουμε όντως καθαρόαιμη περιπέτεια, με σκηνές δράσης, δοσμένες σχεδόν κινηματογραφικά. Εν κατακλείδι το «Γραφείο Δολοφονιών ΕΠΕ» είναι ένα πολύ όμορφο αν και περίεργο, για τα δεδομένα του Λόντον, ανάγνωσμα. Διαβάστηκε πανεύκολα και μου προκάλεσε πολύ μεγάλη ευχαρίστηση. Ομολογώ ότι θα μου άρεσε να δω το τέλος του γραμμένο από τον ίδιο το Λόντον κι όχι απλά τις σημειώσεις του αλλά ακόμη κι έτσι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μπόρεσα να διακρίνω τη ψυχή του συγγραφέα ακόμα και στις αράδες που γράφτηκαν από τη γραφίδα ενός ξένου. Εννοείται ότι προτείνεται!

Διαβάστε περισσότερα ή αγοράστε το βιβλίο εδώ.


Σχόλια