Συνέντευξη: ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ «Οι γυναίκες έχουν χειραφετηθεί στην εποχή μας, διεκδικούν και αντιστέκονται, παρά την απαξίωση και τη βία των ανδρών»

Photo credit: Heraldo de Aragón

Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στο νησάκι της Χάλκης στην Κωνσταντινούπολη, το 1937. Κατάγεται από εύπορη αρμενική οικογένεια, ονόματι Μαρκαριάν. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας και το έργο του είναι διεθνώς αναγνωρισμένο. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία. Έχει γράψει μυθιστορήματα, δοκίμια καθώς επίσης και σενάρια για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και θεατρικά έργα. Παράλληλα ασχολείται με τη μετάφραση από τα τουρκικά και τα γερμανικά. Μέσω της αστυνομικής πλοκής στα μυθιστορήματά του θίγει σημαντικά θέματα της ελληνικής κοινωνίας, ενώ οι ίδιες οι ιστορίες του αποτελούν μια αριστουργηματική τοπογραφία της Αθήνας. Η συνέντευξη δόθηκε με την ευκαιρία της έκδοσης του δέκατου έβδομου μυθιστορήματός του, με τίτλο «Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΚΑΡΥΑΤΥΔΩΝ» που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Κείμενα.

(Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου)

Κύριε Πέτρο καλωσήλθατε στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά. Ξέρουμε πως γεννηθήκατε στην Κωνσταντινούπολη αλλά μεγαλώσατε σε ένα μικρό νησί στα Πριγκηπόννησα, τη Χάλκη. Τι σημαίνει όμως για ένα παιδί να περάσει τα παιδικά του χρόνια και σχεδόν ολόκληρη την εφηβεία του αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα; Πώς περνάει την ώρα του; Πώς απασχολεί το μυαλό του;

Ανακάλυψα τη μοναξιά του νησιού, όταν άρχισα τις γυμνασιακές μου σπουδές στην Κωνσταντινούπολη. Η θάλασσα του Μαρμαρά απόκτησε για μένα δυο πρόσωπα. Το πρωινό πρόσωπο της ήταν εκείνο που με μετέφερε στη χαρά της πόλης. Στο σχολείο συναντούσα τους συμμαθητές μου. Στο μεσημβρινό ωριαίο διάλειμμα βγαίναμε βόλτα στην λεωφόρο του Πέραν, στη λεωφόρο Ανεξαρτησίας, όπως λέγεται στα Τούρκικα. Απολάμβανα τη ζωντάνια της πόλης: το πλήθος στους δρόμους και την ασταμάτητη ροή των τραμ και των αυτοκινήτων. Το απογευματινό πρόσωπο της θάλασσας ήταν το πρόσωπο της θλίψης, όταν το πλοίο με πήγαινε στη μοναξιά της Χάλκης. Η μοναξιά και η θλίψη με έσπρωξαν στην ανάγνωση και στη λογοτεχνία. Τότε ακόμα δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε σήριαλ. Η μόνη διέξοδος μου ήταν το διάβασμα. Έκανα τα μαθήματα μου μέσα στο πλοίο και αφιέρωνα τον ελεύθερο χρόνο μου στη λογοτεχνία. Η παρηγοριά και η διαφυγή μου ήταν το διάβασμα.

"Η μοναξιά και η θλίψη με έσπρωξαν στην ανάγνωση και στη λογοτεχνία."

Γνωρίζω ότι ήσασταν πολύ μικρός όταν συγγράψατε το πρώτο σας έργο. Σε ποια ηλικία συνέβη αυτό και τι είδους ήταν; 

Άρχισα να γράφω, όταν πήγα στο λύκειο. Τα πρώτα κείμενα μου δημοσιεύτηκαν στο ελληνόφωνο λογοτεχνικό περιοδικό της Κωνσταντινούπολης «Πυρσός», όταν ήμουν στην τρίτη λυκείου και ήταν θεατρικά μονόπρακτα.

Σας έχω ακούσει να λέτε ότι η ενασχόλησή σας με τη συγγραφή και τη μετάφραση θεατρικών έργων οφείλεται κατά κύριο λόγω στην αγάπη που θρέφετε για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. Μάλιστα τον έχετε αποκαλέσει «δάσκαλό σας». Θεωρείτε ότι ο Μπρεχτ ήταν εκείνος που εν τέλει καθόρισε τον τρόπο γραφή σας; 

Γνώρισα το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Ανατολικό Βερολίνο. Το πρώτο έργο του Μπρεχτ, που είδα σε παράσταση ήταν «Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι». Έπαθα σοκ και έπεσα με τα μούτρα στο έργο του. Ο Μπρεχτ έγινε ο μεγάλος δάσκαλος μου. Ακόμα και σήμερα, ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, χρησιμοποιώ τις τεχνικές γραφής, που διδάχτηκα από τα έργα και τα θεωρητικά κείμενα του.

Ας περάσουμε στη συνεργασία σας με τον κύριο Θόδωρο Αγγελόπουλο. Από τη σύμπραξη των δυο σας, είδαμε να βλέπουν το φως της δημοσιότητας σπουδαίες δουλειές όπως «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» και «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Μιλήστε μας για τη συνεργασία αυτή.

Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο γνωριστήκαμε μετά από μια παράσταση του θεατρικού έργου μου «Η Ιστορία του Αλί Ρέτζο», που είχε παρουσιαστεί από το Ελεύθερο Θέατρο στη περίοδο της χούντας. Η συνεργασία μας ξεκίνησε από το σενάριο της δεύτερης ταινίας του «Μέρες του 36». Συνδεθήκαμε με μια πολύ στενή φιλία και μια πολύ στενή συνεργασία, η οποίο συνεχίστηκε ως τον πρόωρο και παράλογο θάνατο του. 

Νομίζω ότι μετά τη συνεργασία σας με τον κύριο Αγγελόπουλο ήταν απλά θέμα χρόνου ο δρόμος να σας οδηγήσει και στη μικρή οθόνη. «Ανατομία ενός εγκλήματος», του Πάνου Κοκκινόπουλου λοιπόν κι εσείς σεναριογράφος για τρεις συνεχόμενες σεζόν. Πείτε μας δυο λόγια για την εμπειρία αυτή.

Όταν ξεκίνησα να γράφω τα σενάρια της σειράς, είχα ήδη αρκετή εμπειρία ως σεναριογράφος, κυρίως από τη συνεργασία μου με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Δεν είχα, όμως, προηγούμενη εμπειρία ως σεναριογράφος αστυνομικής σειράς. Επωφελήθηκα πολύ από τα μυθιστορήματα του Ζορζ Σιμενόν, του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, αλλά και Αμερικανών συγγραφέων του είδους.  

"Για να γράψω ένα μυθιστόρημα πρέπει πρώτα κάποιο γεγονός στη πολιτική, ή στην κοινωνία, να με κάνει έξαλλο."

Κι εγένετω Χαρίτος. Τον συναντάμε για πρώτη φορά στο «Νυχτερινό Δελτίο».  Ένας καθημερινός άνθρωπος, πολίτης της διπλανής πόρτας, αστυνόμος με μπέσα και πείσμα. Έρχεται συνοδεία συζύγου, κόρης και παρελθόντος. Ένα «πακέτο» που τον καθιστά άκρως ενδιαφέροντα και συμπαθητικό σαν χαρακτήρα. Πώς σας προέκυψε; Υπήρχε σαν σκέψη ή ήταν κάτι που γεννήθηκε κατά την ενασχόλησή σας με την «Ανατομία»;

Η «Ανατομία ενός Εγκλήματος» μου άνοιξε τον δρόμο για το αστυνομικό μυθιστόρημα. Ένα πρωί, όταν κάθισα να γράψω ένα καινούργιο επεισόδιο, είδα ξαφνικά μπροστά μου μια τριμελή, μικροαστική οικογένεια: έναν άντρα, μια γυναίκα και ένα παιδί. Δεν ανήκαν σε κάποια από τα πρόσωπα των προηγούμενων επεισοδίων της σειράς, ούτε σε εκείνα που σκόπευα να χρησιμοποιήσω στο επεισόδιο που έγραφα. Έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω πώς είχαν φυτρώσει μπροστά μου, ώσπου κάποια στιγμή μου κατέβηκε η ιδέα ότι ο άνδρας θα πρέπει να ήταν αστυνομικός. Έτσι μου παρουσιάστηκε ο Χαρίτος με την οικογένεια του και με έσπρωξαν στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μυθιστόρημα μου, το «Νυχτερινό Δελτίο», διαδραματίζεται εν μέρει σε τηλεοπτικό σταθμό. Ήταν η επιρροή της σειράς και η συχνή παρουσία μου στον τηλεοπτικό σταθμό.

Κύριε Πέτρο ποια είναι η γνώμη σας για τα “Gemista Jaritos” που σερβίρουν στην Χιλή; 

Δεν τα σερβίρουν μόνο στην Χιλή, αλλά και στην Αργεντινή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τα δοκίμασα ποτέ. Ο λόγος είναι ότι φοβόμουν ότι θα άκουγα την κατσάδα της Αδριανής.

Στη συνάντηση που είχαμε πρόσφατα στο Monogram, σας ακούσαμε να λέτε ότι για να γράψετε, θα πρέπει κάτι να σας έχει εξοργίσει στην πολιτική ή την κοινωνία. Ωστόσο αυτό έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με το χαρακτήρα του ήρωά σας, που είναι η επιτομή της ηρεμίας και της πραότητας. Τον βλέπουμε σπάνια να εκνευρίζεται πόσο δε να ξεπεράσει τα όρια. Πώς συνδυάζονται τα δύο; 

Είναι αλήθεια πως για να γράψω ένα μυθιστόρημα πρέπει πρώτα κάποιο γεγονός στη πολιτική, ή στην κοινωνία, να με κάνει έξαλλο. Όταν βγαίνω από τα ρούχα μου, λέω στον εαυτό μου πως πρέπει τώρα να βρω μια ιστορία για να την αφηγηθώ και να επιστρέψω στη ηρεμία μου. Όταν, όμως, αρχίζω να γράφω, είμαι τελείως αποστασιοποιημένος. Είναι μια τεχνική, που την έμαθα από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ: η τεχνική της αποστασιοποίησης. Αυτή την αποστασιοποιημένη στάση και συμπεριφορά την μετέφερα και στον Κώστα Χαρίτο. Η μόνη περίπτωση που ο Χαρίτος χάνει την ψυχραιμία του είναι, όταν οι προϊστάμενοι του τού σπάνε τα νεύρα.

Ερχόμενη στο τελευταίο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Κείμενα, την «Εξέγερση των Καρυάτιδων», θα θέλατε να μας πείτε τι ήταν αυτό που σας εξόργισε τόσο πολύ στην επικαιρότητα, την κοινωνία ή/και την πολιτική, ώστε να «οπλίσει» το χέρι σας και να γράψετε το συγκεκριμένο μυθιστόρημα;

Με ενοχλεί πολύ ο ενθουσιασμός για το χρήμα. Κάθε φορά που κάποιος έρχεται να επενδύσει χρήματα στην Ελλάδα φουντώνει ένας γενικός ενθουσιασμός, λες και τα χρήματα που φέρνουν οι ξένοι, είναι λεφτά για να τα μοιράσουν και όχι για να κερδίσουν οι ίδιοι περισσότερα. Οι επενδύσεις τείνουν να γίνουν φόδρα που σκεπάζει όλα τα άλλα. Το άλλο που με ανησυχεί πολύ είναι αυτός ο ενθουσιασμός για την τεχνητή νοημοσύνη. Το καίριο ερώτημα είναι, ωστόσο, σε ποιους θα καταλήξει η τεχνητή νοημοσύνη και πώς θα την εκμεταλλευτούν. 

Θεωρείτε ότι οι γυναίκες έχουν χειραφετηθεί αρκετά τη σήμερον ημέρα ή έχουν δρόμο να διανύσουν ακόμα; 

Το αισιόδοξο μήνυμα του μυθιστορήματος είναι η αντίσταση των γυναικών. Οι γυναίκες έχουν χειραφετηθεί στην εποχή μας, διεκδικούν και αντιστέκονται, παρά την απαξίωση και τη βία των ανδρών. Το ίδιο κάνουν και στο μυθιστόρημα, αντιστέκονται. Η οργή και η επιθετικότητα προέρχεται από τους άνδρες.

Photo credits: Καθημερινή
Επίσης στο Monogram, μας είπατε ότι παθαίνετε ταραχή με τις προκαταλήψεις και τα στερεότητα. Κι όντως έχουμε δει να τα καταρρίπτετε μέσα από τα μυθιστορήματά σας, εισάγοντας νέους, καθ’ όλα μη στερεοτυπικούς χαρακτήρες. Ωστόσο σαν κοινωνία απέχουμε πολύ από το να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις μας και να αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγματα και κυρίως τους ανθρώπους αντικειμενικά. Θεωρείτε πως η λογοτεχνία και η ανάγνωση γενικότερα μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση;

Δε θα ήθελα να μιλήσω γενικά για τη λογοτεχνία. Δε μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Μπορώ να μιλήσω για τον δικό μου τρόπο γραφής. Αποφεύγω να εξηγώ και να δίνω έτοιμες απαντήσεις σε κάθε εξέλιξη στα μυθιστορήματα μου. Αφήνω πάντα έναν ανοιχτό δίαυλο για τον αναγνώστη, ώστε να κάνει τις δικές του ερωτήσεις και να δημιουργεί παράλληλες ιστορίες από τις δικές του εμπειρίες. Γενικά, δεν έχω καλή σχέση με αστυνομικά μυθιστορήματα, που εξηγούν μέχρι και τη τελευταία λεπτομέρεια στον αναγνώστη.

Έχοντας διαβάσει πλέον αρκετά από τα αστυνομικά σας βιβλία, έχω διαπιστώσει ότι το κάθε κεφάλαιο στο σύνολό του, αποτελεί μια ολόκληρη σκηνή. Ένα σενάριο. Θα λέγατε ότι αυτό είναι ένα «απομεινάρι» της εποχής που γράφατε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση; 

Όσοι διαβάζουν με προσοχή τα μυθιστορήματα μου, θα διαπιστώσουν ότι τα κεφάλαια δεν είναι κεφάλαια με τη λογοτεχνική έννοια του όρου, αλλά πλάνα σεκάνς. Αυτή την τεχνική την έμαθα από τη συνεργασία με τον φίλο μου Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο οποίος ήταν ο μεγάλος μάστορας των πλάνων σεκάνς. Σε αυτά βασίζονται όλες οι ταινίες του.

Μιλώντας για την τηλεόραση κι ερχόμενοι στο σήμερα, πρόσφατα μάθαμε ότι η ιταλική τηλεόραση ετοιμάζει τα αστυνομικά σας βιβλία σε σειρά των δυο επεισοδίων το καθένα. Δώστε μας περισσότερες λεπτομέρειες. Θα την δούμε λέτε γρήγορα και στην Ελλάδα;

Έχουν ήδη γυριστεί τα πρώτα τρία μυθιστορήματα μου, το καθένα σε δυο μέρη, και θα αρχίσουν να προβάλλονται στην RAI 2, τον Μάρτιο του 2024. Το ελληνικό κοινό θα τα δει, όταν παιχτούν στο Netflix, κάτι που η παραγωγός εταιρία το θεωρεί δεδομένο. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον λόγος για τη χαρά μου. Η ιταλική παραγωγός εταιρία, που γυρίζει σε σειρά τα μυθιστορήματα μου, είναι εκείνη που έκανε τηλεοπτική σειρά τα μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλλέρι, με τον οποίο με συνέδεε μια πολύ στενή φιλία.

"Δεν δοκίμασα ποτέ τα “Gemista Jaritos”. Ο λόγος είναι ότι φοβόμουν ότι θα άκουγα την κατσάδα της Αδριανής."

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης κύριε Πέτρο, είστε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους και καταξιωμένους Έλληνες συγγραφείς σε πανευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο. Σας γνωρίζουν και είστε αγαπητός ακόμη και στη Λατινική Αμερική. Τι ήταν αυτό πιστεύετε, που εκτίναξε τη φήμη σας τόσο μακριά;

Η εύκολη απάντηση είναι ότι τα μυθιστορήματα μου επικεντρώνονται σε θέματα που απασχολούν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, και όχι μόνο το ελληνικό. Υπάρχει, ωστόσο, και ένα δεύτερο θέμα, που είναι η ιστορία της οικογένειας του Χαρίτου. Το θέμα αυτό ενδιαφέρει, εκτός από την Ελλάδα, ολόκληρο τον Νότο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Λατινική Αμερική. Οι αναγνώστες του Νότου ταυτίζονται με την οικογένεια και όχι μόνο με τον Χαρίτο. Όλα τα μυθιστορήματα μου έχουν δυο θέματα. Αφενός την αστυνομική ιστορία, που είναι διαφορετική σε κάθε μυθιστόρημα, και αφετέρου την ιστορία της οικογένειας του Χαρίτου, που εξελίσσεται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα. Δε θα ήταν υπερβολή, αν έλεγα πως οι αναγνώστριες των μυθιστορημάτων μου στον Νότο ταυτίζονται περισσότερο με την Αδριανή, τη γυναίκα του Κώστα Χαρίτου. παρά με τον ίδιο τον Χαρίτο.

Καθώς φαίνεται τα τελευταία χρόνια η αστυνομική λογοτεχνία κερδίζει έδαφος στην προτίμηση των Ελλήνων. Που οφείλεται λέτε αυτό;

Δεν κερδίζει σε ενδιαφέρον μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά τη γνώμη μου ο πρωταρχικός λόγος είναι η μετεξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος σε κοινωνικό και κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα στην Ευρώπη. Το κοινωνικό μυθιστόρημα είναι χαρακτηριστικό του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Μεσογείου είναι κοινωνικοπολιτικό. Τα δικά μου μυθιστορήματα ταυτίζονται με το μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα. 

Σας έχουμε ακούσει στο παρελθόν να υπογραμμίζετε ότι για να πάει μπροστά ο κόσμος, οι άνθρωποι πρέπει να διαθέτουν ισχυρό αξιακό σύστημα. Μπορούν να συνδυαστούν οι αξίες και τα πιστεύω ενός συγγραφέα με το αστυνομικό μυθιστόρημα ή λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο;

Το αστυνομικό μυθιστόρημα, στο βαθμό που είναι κοινωνικό ή κοινωνικοπολιτικό, ασχολείται με τις στρεβλώσεις και τα κακώς κείμενα στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να δώσει στους αναγνώστες το έναυσμα, για να σκεφτούν και να ασχοληθούν περισσότερο με κάποια από αυτά τα προβλήματα. Αυτός είναι ο λόγος που επιδιώκω στα μυθιστορήματα μου να προκαλέσω ερωτήσεις και παράλληλες ιστορίες στον αναγνώστη, όπως είπα ήδη. Στόχος μου είναι να ενεργοποιήσω τη σκέψη και το κριτήριο του αναγνώστη.

Ξέρω ότι θα ανάψω φωτιές τώρα αλλά θα την κάνω την ερώτηση: Γιατί αντιπαθείτε τους ευφυείς ντετέκτιβς, όπως ο Σέρλοκ Χολμς και ο Ηρακλής Πουαρώ;  

Οι αστυνομικοί και οι περισσότεροι ντετέκτιβ κατέχουν μια τεχνική έρευνας και πασχίζουν να ανακαλύψουν τα αίτια ενός εγκλήματος και τα κίνητρα του δολοφόνου, για να μπορέσουν να τον εντοπίσουν. Σε αυτή τη διαδικασία υπάρχει σκέψη και εμπειρία, αλλά τίποτα το ιδιοφυές. Είναι ιδιοφυείς ο Μαιγκρέ του Σιμενόν, ο Πέπε Καρβάλιο του Μονταλμπάν, ή ο Μονταλμπάνο του Καμιλλέρι; Ξέρω ότι ο Πουαρό είναι πολύ αγαπητός στους αναγνώστες. Εμένα, ωστόσο, με εκνευρίζει ο απλουστευτικός συνδυασμός «είναι περίεργος, ντύνεται περίεργα, άρα είναι ιδιοφυής». Και όταν ακούω τον Σέρλοκ Χολμς να λέει στον φίλο του Γουότσον «στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουότσον», είναι σαν να του λέει «είσαι τόσο βλάκας, που ούτε το στοιχειώδες δεν καταλαβαίνεις», και με πιάνουν τα νεύρα μου.

Photo credits: Lifo

Πείτε μας ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας Έλληνας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ο Γιάννης Μαρής. Αν ο Μαρής είχε τη τύχη να μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, θα ήταν σήμερα ένας άλλος Σιμενόν. 

Τι θεωρείτε πιο σημαντικό στη Ζωή κύριε Πέτρο; Ποια είναι η κοσμοθεωρία σας;

Να συμβάλλω ώστε οι άνθρωποι να βλέπουν τα κακώς κείμενα σε μια κοινωνία και να σκέφτονται ένα βήμα παραπέρα. Αυτός ήταν ο λόγος, που από τα νιάτα μου ήμουν ένας πολιτικοποιημένος άνθρωπος και μετά ένας πολιτικοποιημένος συγγραφέας.

"Αν ο Μαρής είχε τη τύχη να μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες, θα ήταν σήμερα ένας άλλος Σιμενόν."

Κλείνοντας πείτε μας, ποια είναι η μεγαλύτερη συμβουλή που θα είχατε να δώσετε σε ένα νέο συγγραφέα που τώρα ξεκινάει τα πρώτα του βήματα;

Πρώτον: να έχει ένα σταθερό ωράριο και σύστημα εργασίας. Όχι να γράφει μια-δυο σελίδες και μετά να πηγαίνει για καφέ με τους φίλους του. Η έμπνευση δεν έρχεται, ούτε περιπατητικά, ούτε με τσίπουρο και ψιλή κουβέντα. Έρχεται, όταν είσαι αφοσιωμένος στη δουλειά σου. Δεύτερο: να μάθουν να αγαπούν τη μοναξιά τους. Ο συγγραφέας είναι μόνος και πρέπει να αγαπάει και να σέβεται τη μοναξιά του.

Αγαπημένε κύριε Πέτρο, θα είχα ακόμα χίλια πράγματα να σας ρωτήσω αλλά δε θέλω να καταχραστώ άλλο το χρόνο σας, οπότε σταματώ εδώ. Εύχομαι καλές γιορτές με υγεία και μια νέα χρονιά γεμάτη έμπνευση και δημιουργία.

Σας ευχαριστώ κι εγώ και σας εύχομαι καλές γιορτές, και έναν καινούργιο χρόνο με υγεία, ευτυχία, και επιτυχίες.


To βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη "Η εξέγερση των Καρυάτιδων" κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κείμενα και μπορείτε να το βρείτε εδώ


Σχόλια