Book Review: ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ - ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ, του ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΑΡΓΙΩΡΗ, από εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ


 (Της Γιώτας Βασιλείου)

Θα ξεκινήσω κάνοντας αναφορά σε ένα μότο το οποίο το ακούμε -δυστυχώς- πολύ συχνά πλέον, και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά: 

«Καμιά Ειρήνη χωρίς Δικαιοσύνη!»

Ένα εκτροχιασμένο τρένο με δεκάδες νεκρά παιδιά, μια κακοποιημένη και νεκρή γυναίκα από το σύντροφό της, ένας θανάσιμα ξυλοκοπημένος νέος από φανατικούς οπαδούς… Αθώα θύματα που έχασαν τη ζωή τους άδικα. Ένοχοι θύτες που δεν βρήκαν ποτέ την τιμωρία που τους άξιζε. Ένα σύστημα σαθρό, που «μπάζει» από παντού. Ένα σύστημα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα και όχι το δίκιο!

Ως μια διαχρονική αξία η Ειρήνη, τόσο στην κοινωνία γενικότερα όσο και στο άτομο μεμονωμένα, μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν έχει την βάση της στη Δικαιοσύνη. Ένας άνθρωπος ή μια κοινωνία ανθρώπων που νιώθει δικαιωμένη είναι πάντα ήρεμη και διανύει περίοδο εσωτερικής γαλήνης και ειρήνης. Διανύει περίοδο άνθισης. Σε αντίθεση, μια κοινωνία ή ένας άνθρωπος που νιώθει αδικημένος είναι σαν αγρίμι. Βράζει μέσα του. Η ψυχή του είναι σαν το ηφαίστειο που κοχλάζει. Θα έρθει η ώρα που θα κάνει την έκρηξη. Κι όταν αυτό συμβεί, η λάβα θα συμπαρασύρει, θα κάψει και θα λειώσει τα πάντα στο διάβα της.

Αυτό είναι το βασικό θέμα που πραγματεύεται στο νέο του μυθιστόρημα «ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ – ΚΑΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ» ο Βαγγέλης Μαργιωρής. Η έλλειψη δικαιοσύνης που στερεί την ψυχική ηρεμία, τη νηνεμία και την ειρήνη από τους ανθρώπους. Το ηφαίστειο που εκρήγνυται! 

Δυο λόγια για την υπόθεση: Δυο φίλοι αστυνομικοί παντρεύουν τα παιδιά τους. Ματωμένος γάμος. Ενώ οι συγγενείς γλεντάνε ακόμα, οι νιόπαντροι εντοπίζονται άγρια δολοφονημένοι στη σουίτα του ξενοδοχείου τους. Σύντομα οι νεκροί αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Τι είναι αυτό που τους συνδέει, ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής; Την άκρη του νήματος προσπαθούν να πιάσουν ο αστυνόμος Μανιάτης με τον υπαστυνόμο Παπαδόπουλο. Πολλά τα εμπόδια, ακόμα περισσότερες οι τρικλοποδιές. Και οι δυο αστυνομικοί τρέχουν σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς νικητή.

Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο πλέκεται η ιστορία όπως καταλάβατε είναι η χωρίς όρια, έλεος ή διακρίσεις εκδίκηση, αφού προφανέστατα, η περίοδος που διανύουν οι ήρωες μόνο γαλήνια και ειρηνική δεν είναι.

Όπως και το πρώτο βιβλίο του Βαγγέλη Μαργιωρή, έτσι και αυτό δεν θα το χαρακτήριζα αμιγώς αστυνομικό μυθιστόρημα. Ναι, εννοείται ότι διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν μία αστυνομική μυθιστορία. Έναν serial killer, αστυνομικούς που τον κυνηγάνε, αρκετά θύματα που πέφτουν νεκρά το ένα μετά το άλλο και τους συγγενείς που τα θρηνούν παραπλεύρως κτλ.

Ωστόσο, εκεί που έχει ποντάρει τα… «λεφτά» του ο Βαγγέλης και κατά την προσωπική μου άποψη έχει «τινάξει τη μπάνκα στον αέρα», είναι η υπέροχη σκοτεινή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα καθώς και οι εσωτερικές διεργασίες των ηρώων του. Ή καλύτερα να πω των άντι-ηρώων του. Γιατί όταν το διαβάσετε θα δείτε πως ΚΑΙ αυτή τη φορά οι χαρακτήρες που έχει πλάσει με την πένα του ο Βαγγέλης, είναι κατά κύριο λόγο «κακά παιδιά». 

Έτσι λοιπόν σε μια πόλη που λαμποκοπά από τα χριστουγεννιάτικα φώτα, που μοσχομυρίζει από τα γιορτινά τραπέζια -αλλά που μόνο με μπόλικη διάθεση ειρωνείας, μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει «όμορφη»- , ο Βαγγέλης Μαργιωρής καταβυθίζεται τόσο στην ψυχή, όσο και στο νου των χαρακτήρων του δίνοντας μας αναλυτικό ψυχογράφημα του καθενός ξεχωριστά. Και πιστεύω πως είναι μεγάλο διακύβευμα μα και επίτευγμα συγχρόνως, γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλίκα 4-5 ατόμων αλλά για δεκάδες -κυριολεκτικά- άτομα, τα οποία είναι όλα μα όλα άρτια δουλεμένα! Κι αν κάτι τέτοιο σας ακούγεται μάταιο και ίσως και περιττό ακόμα, έρχεται σύντομα η στιγμή που όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους και γίνεται σαφές πως κάθε τι μέσα στο βιβλίο έχει νόημα και λόγω ύπαρξης. 

Η αφήγηση για μιαν ακόμα φορά είναι χαμηλών τόνων, χωρίς εξάρσεις και κραυγαλέες φιοριτούρες. Το κείμενο είναι διανθισμένο με ισχυρά ρήματα, όμορφο και πλούσιο λεξιλόγιο, δυνατές μεταφορές και εύσχημες παρομοιώσεις. Ο Βαγγέλης αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την εικονοπλαστική του δεινότητα με ολοζώντανες εικόνες, άλλες όμορφες και ειδυλλιακές και άλλες σκοτεινές, άσχημες και ανατριχιαστικές. Οι διάλογοι, στακάτοι και ρεαλιστικοί. 

Στόχος και σε αυτό το μυθιστόρημα, φαίνεται εξαρχής πως δεν είναι η επίλυση του μυστηρίου, αφού από σχετικά νωρίς κάνουμε τη σύνδεση και ψυλλιαζόμαστε ποιος μπορεί να είναι ο ένοχος. Ο στόχος είναι -και για μένα επετεύχθη-, ο αγώνας δρόμου που γίνεται για την εύρεσή του δολοφόνου, ο οποίος σκορπάει νεκρούς στο διάβα του και μάλιστα αθώους ανθρώπους, που καμία σχέση έχουν με το προσωπικό του δράμα. Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει άμεσα! Τώρα! Χθες!

Ο Βαγγέλης Μαργιωρής ενορχηστρώνει άψογα μια συμφωνική ορχήστρα ικανού αριθμού οργάνων, της Τάξης στην περίπτωσή μας, και χωρίς να στηρίζεται σε λαγούς που βγαίνουν από τα καπέλα, μεταφυσικά στοιχεία, απανωτές ανατροπές που ζαλίζουν ή άλλα εντυπωσιακά κόλπα, οδηγεί την πλοκή του στο συγκλονιστικό φινάλε, που προσωπικά δεν το είδα ούτε στιγμή να έρχεται και έμεινα κυριολεκτικά άφωνη. Μιαν ανατροπή είχε όλη κι όλη μα ήταν πολλών χιλιάδων μεγατόνων η άτιμη!

(Παρασκήνιο: Κατά την ανάκριση του κρατουμένου... εεεε του συγγραφέα εννοούσα, μάθαμε πως αρχικά υπήρχε διαφορετικό φινάλε και ότι η ανατροπή μπήκε εκ των υστέρων. Πόσο πολύ με ενθουσιάζει όταν ανατρέπεται η ανατροπή, δε λέγεται!)

Όσον αφορά τώρα στη γραφή του Βαγγέλη παρατήρησα ότι έχει εξελιχθεί σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο του:

  • Καταρχάς έχει υιοθετήσει αυτή τη νέα τεχνική -την οποία πολύ εκτίμησα και ζήλεψα ομολογουμένως- κατά την οποία τοποθετεί μικρά σφηνάκια σκέψεων ή εσωτερικού μονολόγου εμβόλιμα στην αφήγηση, κάτι που της δίνει «πνοή» και την κάνει πάρα πολύ «φρέσκια» και «ζωντανή». Δε θα πω όμως τίποτα περισσότερο, θα σας αφήσω να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
  • Δεύτερον, όπως θα καταλάβατε ίσως, το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Η ιστορία ξετυλίγεται σε μερικές μόλις ώρες, σε αντίθεση με την «Κόκκινη πόρτα» που ήταν αισθητά πιο βραδύκαυστο. Στο «Καμιά Ειρήνη» από τη στιγμή που ο αφέτης, «πυροβολάει» για την έναρξη, ξεκινάει ένας ασθματικός αγώνας δρόμου, ένα κατοστάρι σπριντ με έναν νικητή. Ή μήπως κανέναν τελικά; 
  • Και τέλος, σε αυτό το δεύτερο έχουμε ακόμη μια ιδιαιτερότητα. Ποια είναι αυτή; Κάθε κεφάλαιο σχεδόν αποτελεί και ένα ξεχωριστό αφήγημα. Ένα αφήγημα που μπορεί να σταθεί ακόμη και μόνο του, σαν ξεχωριστή ιστορία. Προσωπικά μου θύμισε αρκετά κινηματογραφικά πλάνα σεκάνς, σε κοινή σκηνοθεσία των Ταραντίνο και Αγγελοπουλου.

Και για να μην λέτε ότι δε μας κρατάσει σε εγρήγορση μας επιφύλασσε κίντερ έκπληξη ο Μαργιωρής. Κάπου στη μέση του βιβλίου... ΤΑΡΑΑΑΑΜΜΜΜ!  Κάνει εμφάνιση guest ο αγαπητός κύριος Αδαμόπουλος! Ήλθον, είδον, γκρίνιαξον κι απήλθον. 

(Παρασκήνιο: Την απορία του τι θέλει να πει ο ποιητής μας την έλυσε στην παρουσίαση του βιβλίου ο Βαγγέλης, ο οποίος παραδέχτηκε ότι το τρίτο της σειράς έρχεται με κεντρικούς ήρωες ΚΑΙ ΠΑΛΙ τον φίλτατο κύριο Αδαμόπουλο και τον φίλο του τον Κωστάκη! Και εγώ αν είχα ουρά θα την κούναγα!!! 😄)

Μια ανάσα πριν το τέλος, θέλω να πω δυο λόγια για την έκδοση αυτή καθ’ αυτή. 

  • Καταρχάς για το έξυπνο εξώφυλλο: Θα αναρωτιέστε σίγουρα τι ρόλο παίζει μια βαλίτσα και μάλιστα ματωμένη. Καίριο, είναι η απάντησή μου! 
  • Όσον αφορά στην επιμέλεια του κειμένου; Εξαιρετική η δουλειά της Γαβριέλλας Σωτηρωπούλου η οποία είναι ομολογουμένως να διαχειριστεί ένα δύσκολο έργο. 

Και κλείνω λέγοντας ότι αυτό που διάβασα ήταν για μια ακόμη φορά ένα εξαιρετικό αστυνομικό/κοινωνικό μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που μου άφησε μια γλυκόπικρη γεύση στο στόμα και την σκέψη ότι «Καμιά φορά έχει κόστος βαρύ η διαφύλαξη της ειρήνης...».


Αγαπημένα αποσπάσματα:

«Από τότε έγινα σκιά. Κι απόψε είμαι εδώ, κομμάτι της σκιάς…» 

«Είμαι η Νύχτα, είμαι ο Έρεβος και ετοιμάζομαι να γεννήσω μια άθλια, κόκκινη Ημέρα…» 

«Ακούω στ’ αυτιά μου ένα παράξενο στρίγκλισμα. Μοιάζει κάπως με γέλιο. Σιγανό στην αρχή μα τώρα αντηχεί παντού μέσα στο αυτοκίνητο. Είμαι εγώ που γελάω, διαπιστώνω. Γελάω τόσο που πονάει ο λαιμός μου. Κλαίω τόσο που τα μάτια μου πλέον δεν βλέπουν τίποτα άλλο από μια θολούρα. Το γέλιο σταδιακά σταματάει, μπορώ και αναπνέω ξανά.»

«Αναστέναξε βαριά, τόσο που από τα πνευμόνια της βγήκαν κομμάτια από την ψυχή της.»

«Σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν αν μπορούσα να τον συνεφέρω και να τον σκοτώσω και πάλι! Ξανά και ξανά σαν μια φρενιασμένη μέρα της μαρμότας! Η ιδέα μου φέρνει ένα σιγανό γέλιο που γρήγορα όμως δυναμώνει σε τέτοιο βαθμό που ακούγεται σε όλη την περιοχή. Ένα αδιάλειπτο, ηχηρό στρίγκλισμα από ταξιδεύει με τον αέρα και φτάνει μέχρι το βουνό.»

«Άνθρωπος που δεν ελέγχεται εξελίσσεται σε πρόβλημα.»


Καλές αναγνώσεις!

Θα βρείτε το βιβλίο εδώ.


Φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου (25/06/24, Public Συντάγματος)






Σχόλια