(Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου)
Αγαπητή κυρία Piñeiro, καταρχάς θέλω να σας καλωσορίσω στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά. Είστε μια από τις πολύ αγαπημένες συγγραφείς της βιβλιοφιλικής ομάδας μας στο Facebook και είναι εξαιρετικά μεγάλη μας χαρά που δεχτήκατε να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη.
Ξεκινώντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω, ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που θεωρείτε ότι καθορίζουν την ταυτότητα του λογοτέχνη σήμερα, και πώς συνδέονται με το έργο σας;
Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Κάποιες φορές, για να αναλύσουμε μια πολύ σύγχρονη κατάσταση, χρειάζεται να πάρουμε κάποια απόσταση. Ίσως σε λίγα χρόνια να είναι πιο ξεκάθαρο. Αλλά κάνοντας μια προσπάθεια να το κατανοήσουμε σήμερα, νομίζω ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά που προέρχονται από παλιά και άλλα πιο σύγχρονα. Από αυτά που προέρχονται από παλιά: η ανάγκη να οικειοποιηθείς τη γλώσσα και να παίξεις μαζί της, να αφηγηθείς ιστορίες, όπως γίνεται εδώ και αιώνες, καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, σε μια κοινότητα, σε μια συλλογική ατμόσφαιρα.
Αλλά ο σύγχρονος συγγραφέας καλείται σήμερα να κάνει και άλλα πράγματα. Μερικά από αυτά δεν έχουν σχέση με τη λογοτεχνία, αλλά με το μάρκετινγκ: προσωπική προβολή, περιοδείες, κοινωνικά δίκτυα, χιλιάδες συνεντεύξεις. Οι συγγραφείς αναγκαζόμαστε να συμμετέχουμε εν μέρει ή πλήρως σε αυτές τις απαιτήσεις, γιατί φοβόμαστε ότι αν δεν το κάνουμε, τα βιβλία μας δεν θα φτάσουν στους αναγνώστες.
Αυτή η ίδια η προβολή, το γεγονός ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μικρόφωνο ή απαντάμε σε ερωτήσεις για τις εφημερίδες της επικαιρότητας, μας φέρνει αντιμέτωπους με την ανάγκη να αναλάβουμε μια ευθύνη που δεν έχει σχέση με το μάρκετινγκ, αλλά με την ιδιότητα του πολίτη: να εκφέρουμε απόψεις για κρίσιμα θέματα στις κοινωνίες στις οποίες ζούμε. Μερικές φορές επειδή οι δημοσιογράφοι μας ρωτούν απευθείας για τη χώρα μας ή για ζητήματα της επικαιρότητας, αλλά και επειδή όταν είμαστε μπροστά σε ένα μικρόφωνο και μας ρωτούν για κάτι που γράψαμε σε ένα μυθιστόρημα, αλλά την ίδια στιγμή στη χώρα μας συμβαίνει κάτι σοβαρό, πολλοί από εμάς αισθανόμαστε την υποχρέωση να πούμε κάτι, να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία ώστε ο κόσμος να δώσει προσοχή σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Ο συγγραφέας έχει την υποχρέωση να ασκεί τα καθήκοντά του ως πολίτης, πράγμα που σήμερα είναι ζωτικής σημασίας.
Το έργο σας ασχολείται κυρίως με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Τι σας ενδιαφέρει σε αυτή τη διάσταση του ανθρώπου;
«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο» – κάτι τέτοιο είπε ο Τολστόι στην αρχή της “Άννα Καρένινα”. Και νομίζω πως πρόκειται ακριβώς για αυτό: όταν αφηγούμαστε συγκρούσεις, αφηγούμαστε την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Όχι όμως εκείνη που βρίσκεται μακριά, έξω από εμάς, αλλά τη δική μας σκοτεινιά.
Έχετε επηρεαστεί ιδιαίτερα από άλλους συγγραφείς ή καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής σας πορείας;
Πιστεύω πως όλοι όσοι γράφουμε είμαστε το αποτέλεσμα των αναγνωσμάτων μας. Είτε αυτό είναι για καλό, είτε για κακό. Με αυτή την έννοια, μου αρέσει να σκέφτομαι ότι στο γράψιμό μου έχουν αφήσει το σημάδι τους ο Μανουέλ Πουίγκ, η Πατρίσια Χάισμιθ και η Ναταλία Γκίνσμπουργκ. Στον κινηματογράφο, θα ήθελα να είμαι ένας συνδυασμός του Χίτσκοκ και του Αλμοδόβαρ – αν και γνωρίζω πως αυτός ο στόχος είναι άπιαστος, μου αρέσει που λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη της επιθυμίας μου.
"Η ίδια ιστορία μπορεί να ειπωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν ολόκληρη την εξέλιξη του μυθιστορήματος."
Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της διαδικασίας γραφής για εσάς κυρία Piñeiro, η αρχή, η μέση ή το τέλος του έργου;
Κάθε μέρος έχει τη δική του ιδιαιτερότητα και, κατά συνέπεια, τη δική του δυσκολία. Η αρχή μού παίρνει πολύ χρόνο· ακόμα κι όταν έχω σχετικά ξεκάθαρη την ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, την κρατάω στο μυαλό μου για καιρό πριν καθίσω μπροστά στον υπολογιστή. Σκέφτομαι διεξοδικά ποιος θα είναι ο αφηγητής και ποια θα είναι η οπτική γωνία. Η ίδια ιστορία μπορεί να ειπωθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και αυτές οι αποφάσεις επηρεάζουν ολόκληρη την εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Το μεσαίο μέρος είναι εκεί που μπορεί να σε ξεγελάσει το άγχος. Χρειάζεται να χαράξεις γραμμές και να περάσεις από σημεία που είναι αναπόφευκτα, να περιγράψεις λεπτομέρειες ή σκηνές που ίσως δεν θέλεις να γράψεις, αλλά είναι απαραίτητες για την πορεία της ιστορίας.
Το τέλος πρέπει να είναι αυτό που αντιστοιχεί στην ιστορία που αφηγείσαι· είναι ένα και πρέπει να το βρεις μέσα από τη γραφή. Πολλές φορές έχω σκεφτεί εκ των προτέρων ένα τέλος που τελικά δεν ταίριαζε και χρειάστηκε να το αλλάξω. Σε αυτό το σημείο, μία ακόμη δυσκολία που έχω είναι να σταματήσω εγκαίρως. Συχνά συνεχίζω να γράφω όταν το μυθιστόρημα έχει ήδη τελειώσει, και αυτό με αναγκάζει να απορρίπτω μέρη που έχω γράψει και τις υπερβολικές επεξηγήσεις για να μη χρειάζεται να εξηγώ υπερβολικά.
Όταν δημιουργείτε έναν χαρακτήρα, είναι εκείνος που σας καθοδηγεί ή εσείς που τον καθοδηγείτε; Υπάρχει ποτέ στιγμή που η γραφή σας ξαφνιάζει και σας παίρνει η ίδια σε νέα μονοπάτια;
Πιστεύω ότι ο συγγραφέας έχει πάντα τον έλεγχο της κατάστασης· δεν πιστεύω στην αυτονομία των χαρακτήρων που, υποτίθεται, επιβάλλονται ενάντια στη βούληση του συγγραφέα. Ωστόσο, έχω έντονες συζητήσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα με άλλους συγγραφείς που είναι πολύ πιο “πιστοί” από εμένα. Η αγαπημένη μου φίλη, Ρόσα Μοντέρο, πιστεύει ακριβώς το αντίθετο, και γελάμε πολύ διαφωνώντας σχετικά.
Κάθε συγγραφέας έχει έναν μυστικό κανόνα που ακολουθεί στο έργο του. Αν σας ζητούσαμε να αποκαλύψετε τον δικό σας, ποιος θα ήταν;
Μην αρχίσετε το γράψιμο, αν δεν σας είναι ξεκάθαρο ποια θα είναι η καταλληλότερη οπτική γωνία και ποιος ο καταλληλότερος αφηγητής.
Ας έρθουμε τώρα στο βιβλίο σας, τους “Καθεδρικούς”. Ο τίτλος φαίνεται να φέρει έναν έντονο συμβολισμό. Τι σημαίνει για εσάς η έννοια της “καθεδρικότητας” και πώς συνδέεται με τη θεματολογία του βιβλίου;Στο βιβλίο, ο “Καθεδρικός” είναι αυτό που μας στηρίζει, αυτό που επιλέγουμε ως “πυλώνα” του “είναι” μας. Για κάποιους μπορεί να είναι η θρησκεία· δεν είναι αυτή η δική μου περίπτωση. Για άλλους, μπορεί να είναι η λέξη, η λογοτεχνία, η κοινωνικότητα, η οικογένεια, η εξουσία. Ο καθένας επιλέγει τους δικούς του “Καθεδρικούς”.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου ζουν με τις κρυμμένες αλήθειες και οικογενειακά μυστικά. Πώς επηρεάζουν όλα αυτά τις σχέσεις τους;
Πάντα υπάρχουν οικογενειακά μυστικά, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Κάποια μπορεί να είναι ασήμαντα, άλλα καθοριστικά. Τα δεύτερα εξηγούν σύγχρονες συγκρούσεις που δεν φαίνεται να έχουν εμφανείς αιτίες. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκρούσεις αποτελούν ιδιαίτερα ενδιαφέρον υλικό για την αφήγηση και τη λογοτεχνία. Στην περίπτωση των “Καθεδρικών”, το μυστικό αρχίζει να αποκαλύπτεται τριάντα χρόνια μετά· υπερβολικά μεγάλο διάστημα που έχει κάνει πολλές πληγές να κακοφορμήσουν.
Στο βιβλίο παρατηρούμε έντονες ψυχολογικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Η μοναξιά και η απομόνωση είναι σημαντικά στοιχεία της αφήγησης. Πώς ενσωματώνετε αυτά τα συναισθήματα στην ανάπτυξη των χαρακτήρων; Και κατά πόσον πιστεύετε βοηθούν στη δημιουργία περιβάλλοντος αγωνίας τα συναισθήματα αυτά;
Για μένα, οι ιστορίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από δικαιολογίες για να αναπτύξω χαρακτήρες. Βάζω τους χαρακτήρες μπροστά σε αβύσσους, ώστε να μου δείξουν ποιοι είναι. Σε αυτές τις στιγμές, εμφανίζονται τα σημαντικά χαρακτηριστικά που ορίζουν έναν χαρακτήρα, όταν πρέπει να πάρει μια απόφαση μπροστά σε ένα αβυσσαλέο δίλημμα. Δεν πιστεύω ότι η λειτουργία τους είναι να δημιουργούν ατμόσφαιρα στοην έργο, αλλά ότι είναι ο κύριος στόχος του ίδιου του έργου. Εμένα προσωπικά –και ως αναγνώστρια– δεν με ενδιαφέρουν τα βιβλία με περίπλοκες πλοκές και επίπεδους χαρακτήρες, προτιμώ το αντίθετο.
"Εμένα προσωπικά –και ως αναγνώστρια– δεν με ενδιαφέρουν τα βιβλία με περίπλοκες πλοκές και επίπεδους χαρακτήρες, προτιμώ το αντίθετο."
Ποιο μήνυμα ελπίζετε να περάσετε στους αναγνώστες σας μέσω της ιστορίας σας; Και πώς σχετίζεται αυτό το μήνυμα με τη σύγχρονη κοινωνική και οικογενειακή δυναμική;
Δεν πιστεύω ότι η λειτουργία της λογοτεχνίας είναι να περάσει ένα μήνυμα στους αναγνώστες. Νομίζω ότι αυτό είναι κάπως παιδαγωγικό και υποτιμά τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία έχει έναν διαφορετικό σκοπό, να μας διηγηθεί ιστορίες χρησιμοποιώντας το καλύτερο εργαλείο που έχουμε δημιουργήσει για να επικοινωνούμε: τη γλώσσα. Αν μέσα σε αυτή την αφήγηση οι αναγνώστες βρουν κάποιο μήνυμα αυτό είναι αποδεκτό, γιατί το έργο ολοκληρώνεται στο μυαλό του κάθε αναγνώστη. Όμως, για μένα αυτό δεν είναι ο στόχος όταν αρχίζω να γράφω μια ιστορία.
Στο βιβλίο οι σχέσεις φαίνεται να είναι σαν καταρράκτες: δυναμικές, αλλά γεμάτες πιθανά “ναυάγια”. Πώς θα περιγράφατε την τελική “πτώση” κάθε χαρακτήρα και τι αφήνει πίσω του;
Γράφω θεατρικά και σενάρια επομένως φροντίζω κάθε χαρακτήρας στο έργο μου να διασχίσει μια ενδιαφέρουσα και εξελισσόμενη δραματική καμπύλη. Κανένας δεν μπορεί να τελειώσει όπως άρχισε· έστω κι αν είναι αμυδρή, η αλλαγή πρέπει να υπάρχει. Δεν σημαίνουν πάντα πτώση τα τέλη, κάποιες φορές είναι ανάκαμψη από προηγούμενες πτώσεις.
Υπάρχει μια αίσθηση εγκλωβισμού και απομόνωσης στους “Καθεδρικούς”. Πώς η γραφή σας παίζει με αυτές τις έννοιες και μετατρέπει την απλότητα της καθημερινότητας σε κάτι ανατρεπτικό;
Ο εγκλεισμός είναι μία από τις λογοτεχνικές μου εμμονές. Μπορεί να εμφανίζεται σε μια κλειστή γειτονιά, όπως στο “Las viudas de los jueves” (ελεύθ. μεταφρ. Χήρες της Πέμπτης ή στο “Μπέτι Μπου”, ή μέσα σε μια οικογένεια, όπως στους “Καθεδρικούς» ή στο “Una suerte pequeña” (ελεύθ. μεταφρ. Μια μικρή τύχη). Ο εγκλεισμός, λοιπόν, αποτελεί ουσιαστικό μέρος όσων γράφω, όπως και οι συνέπειές του. Στην καθημερινή ζωή, ακόμη και αν οι πόρτες του σπιτιού δεν έχουν κλειδιά, οι χαρακτήρες μπορεί να είναι καταδικασμένοι στον χειρότερο εγκλεισμό.
Σχετικά τώρα με το τελευταίο σας βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, το “Μπέτι Μπου”. Ο τίτλος του βιβλίου είναι άμεσα συνδεδεμένος με την πρωταγωνίστρια τη Νούριτ Ίσκαρ. Γιατί επιλέξατε αυτό το παρατσούκλι και τι συμβολίζει για εσάς; Πώς σχετίζεται με το θέμα της ταυτότητας και της αυτοεικόνας που διαπραγματεύεται η ιστορία;Κάποια στιγμή στη ζωή μου, μου έλεγαν ότι μοιάζω με την Μπέτι Μπου. Αλλά αυτό είναι απλώς ένα αστείο. Πολλές φορές οι ιστορίες που διηγούμαστε ξεκινούν από μια προηγούμενη, ακόμη και παιδική, ανάμνηση. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι αυτό που αντιπροσώπευε και συνεχίζει να αντιπροσωπεύει ο χαρακτήρας μέσα στον χρόνο. Να θυμόμαστε ότι πρόκειται για έναν από τους γυναικείους χαρακτήρες που δεν έχασαν ποτέ τη διαχρονικότητά τους και παραμένουν ζωντανοί μέχρι σήμερα.
Ένας χαρακτήρας που αρχικά ήταν ένας σκύλος, αλλά σύντομα άλλαξε τα αυτιά του με σκουλαρίκια για να γίνει γυναίκα. Και αυτή η γυναίκα έχει πλήρη συνείδηση της θέσης της στον κόσμο, παρόλο που σε πολλές στιγμές της Ιστορίας έπρεπε να προσαρμοστεί στους περιορισμούς που η κοινωνία επέβαλε στις γυναίκες από σάρκα και οστά.
Η Νούριτ και ο Χάιμε Μπρένα έχουν μια μοναδική δυναμική. Πώς αναπτύξατε τη σχέση τους; Υπήρχε κάποια πραγματική έμπνευση πίσω από αυτούς τους χαρακτήρες;
Πιστεύω ότι και οι δύο αντιπροσωπεύουν παραδείγματα ανθρώπων που, ο καθένας στον τομέα του –λογοτεχνική γραφή και δημοσιογραφία– αντιστέκονται στις σύγχρονες αλλαγές που υποβαθμίζουν τη δουλειά τους. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να κρατήσουν τη δουλειά τους για να επιβιώσουν σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς όμως να σταματούν να αμφισβητούν τις νέες συνθήκες εργασίας που θεωρούν ότι υποτιμούν αυτό που κάνουν με πάθος.
Από αυτή την οπτική, συναντιούνται – και η πρώτη τους συνάντηση είναι πνευματική, μέσα από τις σκέψεις τους, πριν περάσουν στη φυσική επαφή. Δεν υπήρξε πραγματική έμπνευση πίσω από αυτούς τους χαρακτήρες, αλλά περιβάλλομαι από πολλούς φίλους και φίλες που εργάζονται σε αυτόν τον κόσμο και βλέπουν τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία με πάθος αλλά και με ανησυχία.
Αν και δούλεψα για χρόνια σε συντάξεις περιοδικών, για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου συναντήθηκα ειδικά με αρκετούς από αυτούς, με στόχο να μου διηγηθούν καθημερινές λεπτομέρειες σχετικά με τον τομέα της Σύνταξης στον οποίο εργάζονται και σχετικά με το αντικείμενό τους. Αυτό μου ήταν πολύ χρήσιμο για να δημιουργήσω την ατμόσφαιρα.
Στο βιβλίο, βλέπουμε τον ρόλο των Μ.Μ.Ε. να επηρεάζει τις ζωές των χαρακτήρων και την έρευνα. Ποια είναι η δική σας άποψη για τη δύναμη των μέσων ενημέρωσης σήμερα, ειδικά στην κάλυψη εγκλημάτων και κοινωνικών σκανδάλων;
Το μυθιστόρημα γράφτηκε σχεδόν πριν από δεκαπέντε χρόνια και αποτυπώνει μια κατάσταση στα μέσα ενημέρωσης, όπου οι δημοσιογράφοι αναγκάζονται να υποτάσσονται στη γραμμή του μέσου για το οποίο εργάζονται, μπρος στον κίνδυνο να χάσουν τη θέση τους. Επιπλέον, αυτή η επιβαλλόμενη εκδοτική γραμμή μπορεί να μεταβάλλεται με τον χρόνο και το ίδιο συμβαίνει και με όσους τα αφεντικά του Μέσου για το οποίο εργάζονται υποστηρίζουν ή επικρίνουν.
Αυτό εξακολουθεί να ισχύει, όμως σήμερα στο δημοσιογραφικό πεδίο έχουν προστεθεί και άλλα προβλήματα, που όταν έγραψα το “Μπέτι Μπου” μόλις διαφαίνονταν. Οι κυριότερες προκλήσεις της εποχής μας είναι οι ψευδείς ειδήσεις (fake news) και το γεγονός ότι πολλά σημαντικά μέσα ανήκουν πλέον σε δισεκατομμυριούχους τεχνοκράτες, οι οποίοι καθορίζουν τη γραμμή τους με βάση τη δική τους ιδιοτέλεια και την αντίληψή τους για την εξουσία.
Το βιβλίο αγγίζει το θέμα της γυναικείας φωνής σε έναν κόσμο αντρικής κυριαρχίας, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη δημοσιογραφία. Πόσο συνειδητά τοποθετήσατε αυτές τις προκλήσεις στο επίκεντρο της αφήγησης;Απόλυτα συνειδητά! Χα, είμαι γυναίκα και είμαι βουτηγμένη σε αυτούς τους κόσμους.
Το τέλος του βιβλίου είναι ανοιχτό και αφήνει κάποια ερωτήματα να αιωρούνται. Γιατί επιλέξατε αυτήν την προσέγγιση και όχι ένα κλειστό και ξεκάθαρο φινάλε;
Πάντα αφήνω τις ιστορίες που αφηγούμαι να έχουν ένα τέλος που ο αναγνώστης μπορεί να φτιάξει στο μυαλό του. Εμπιστεύομαι τον αναγνώστη και του δίνω αυτή τη δυνατότητα. Πιστεύω ότι στο μυθιστόρημα υπάρχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να φτάσει κανείς στο τέλος. Αλλά αν ένας αναγνώστης το ερμηνεύσει διαφορετικά, είναι δικαίωμά του, και ποτέ δεν τον αντικρούω.
Μου έχει συμβεί στην Αργεντινή, όπου έχουμε ένα ιστορικό με διεφθαρμένες αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές από την εποχή της δικτατορίας, όλοι οι αναγνώστες να ερμηνεύουν τον χαρακτήρα του αστυνομικού με τον ίδιο τρόπο. Όμως, σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, κάποιοι αναγνώστες τον είδαν με διαφορετική ματιά.
"Ο συγγραφέας πρέπει να φοράει τα παπούτσια του χαρακτήρα και όχι το αντίθετο."
Οι γυναίκες στα βιβλία σας συχνά βρίσκονται σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους και καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς όταν δημιουργείτε τόσο πολυδιάστατους γυναικείους χαρακτήρες;
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις είναι οι χαρακτήρες να είναι διαφορετικοί σε κάθε μυθιστόρημα, να μην γίνονται στερεοτυπικοί και απλά να αλλάζουν κουστούμι. Μια άλλη πρόκληση είναι να μην σκέφτονται και να μην ενεργούν όπως θα έκανα εγώ. Ο συγγραφέας πρέπει να φοράει τα παπούτσια του χαρακτήρα και όχι το αντίθετο.
Με ενδιαφέρει επίσης να μπορούν οι γυναίκες στα μυθιστορήματά μου να ενσαρκώνουν όλους τους ρόλους –καλούς και κακούς, αδύναμους ή δυνατούς– ώστε να ξεφύγουν από τους περιορισμούς που τους έχουν επιβληθεί για καιρό σε ορισμένα λογοτεχνικά είδη, ιδιαίτερα στην αστυνομική λογοτεχνία.
Ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον σχόλιο ή ερώτηση που σας έχει γίνει από αναγνώστη σχετικά με το “Μπέτι Μπου”; Σας εξέπληξε κάτι από τις αντιδράσεις του κοινού προς αυτό το έργο;
Αυτό που με τίμησε περισσότερο, το πήρα στο φεστιβάλ της “Mantova”, στην Ιταλία. Παρουσίαζα την “Μπέτι Μπου” σε εκείνο το φεστιβάλ. Η αείμνηστη Ίνγκε Φελτρινέλλι, μια ιστορική φυσιογνωμία του εκδοτικού κόσμου, με κάλεσε σε γεύμα. Και στο μεσημεριανό γεύμα μου είπε ότι τα περασμένα Χριστούγεννα είχε στείλει την “Μπέτι Μπου” σε όλες τις φίλες της δημοσιογράφους «για να μπορέσουν να δουν τον εαυτό τους να αντανακλάται και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν πρέπει να αφήσουν τα αφεντικά τους να τις κακοποιούν. Μια πολύ ιδιαίτερη ανάγνωση του μυθιστορήματος, αναμφίβολα πολύ διεκδικητική. Δεν ξεχνώ ποτέ αυτό το μεσημεριανό γεύμα και αυτόν τον έπαινο για τη “Μπέτι Μπου”.
Πώς αντιλαμβάνεστε την αλληλεπίδραση του αναγνώστη με τα βιβλία σας; Αισθάνεστε ότι τους “καθοδηγείτε” ή τους αφήνετε να βρουν το δρόμο τους, ό,τι και αν συμβεί;
Ο αναγνώστης πρέπει να βρει τον δικό του δρόμο. Φυσικά υπάρχει ένας οδηγός, γι’ αυτό δίνω μεγάλη σημασία στη δομή της αφήγησης, αλλά πρέπει να είναι αρκετά ανοιχτή ώστε κάθε αναγνώστης να γράφει τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Έχει περάσει η εποχή των βιβλίων που τελείωναν με ένα ηθικό δίδαγμα, το οποίο μας υπαγόρευε πώς έπρεπε να σκεφτούμε και τι συμπεράσματα να βγάλουμε στο τέλος της ανάγνωσης.
Τι διαβάζετε εσείς αυτό το διάστημα κυρία Piñeiro; Έχετε διαβάσει κάποιους Έλληνες συγγραφείς και αν ναι, ποιους;
Αυτή την περίοδο διαβάζω έναν συγγραφέα από τη Γουατεμάλα που μου αρέσει πολύ, τον Εδουάρδο Χαλφόν, και το βιβλίο που διαβάζω λέγεται “Ταραντούλα”. Μόλις τελείωσα το “Πράξεις Ανθρώπων” της πρόσφατης Νομπελίστριας από την Κορέα, Χαν Κανγκ. Και πριν από αυτό απόλαυσα πολύ το “Ru” της Βιετναμέζας Κιμ Τούι. Όσον αφορά τις αναγνώσεις μου από Έλληνες συγγραφείς, είχα την τύχη να παρουσιάσω τον Πέτρο Μάρκαρη στο Μπουένος Άιρες, οπότε διάβασα σχεδόν όλα τα βιβλία του, τα οποία απόλαυσα πάρα πολύ.
Λόγω της εκπαίδευσής μου ως θεατρική συγγραφέας, διάβασα επίσης πολύ ελληνικό θέατρο – είναι αδύνατο να γράψει κανείς θέατρο χωρίς να έχει διαβάσει τους κλασικούς. Κάποιοι μάλιστα αναφέρονται στις δικές μου νουβέλες, όπως η “Μήδεια” του Ευριπίδη, που εμφανίζεται αρκετές φορές στο βιβλίο μου “Ο Καιρός των Μυγών”. Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους συγγραφείς, όχι μόνο στην ελληνική λογοτεχνία αλλά και παγκοσμίως, τον οποίο διαβάζω με ευχαρίστηση κάθε φορά που βρίσκω ένα βιβλίο του στα ισπανικά, είναι ο Θεόδωρος Καλλιφατίδης. Μου τον πρότεινε μια φίλη μου, η συγγραφέας Σαμάνθα Σβέμπλιν, μια μέρα που κάναμε βόλτα στο Βερολίνο, και από τότε δεν μπόρεσα να τον αφήσω.
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή μας, θα θέλατε να μας μιλήσετε λίγο για το βιβλίο που δουλεύετε τώρα; Τι πραγματεύεται και πότε περίπου θα κυκλοφορήσει;
Κάνω τις τελευταίες διορθώσεις στο προσχέδιο του επόμενου μυθιστορήματός μου. Ελπίζω να εκδοθεί μέχρι τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου του Μπουένος Άιρες, που γίνεται τον Απρίλιο. Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για ένα βιβλίο πριν εκδοθεί, πάντα έχω την τάση να θέλω να πω τα πάντα. Θα πω μόνο ότι είναι μια οικογενειακή ιστορία, η ιστορία δύο αδερφών που έχουν απομακρυνθεί, αν και είμαι σίγουρη ότι θα το χαρακτηρίσουν ως noir μυθιστόρημα, επειδή υπάρχει θάνατος. Όμως, αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό – όπως είπα και πριν, το πιο σημαντικό είναι οι χαρακτήρες που εμφανίζονται και μας αποκαλύπτουν τις αβύσσους τους καθώς προχωρά η ιστορία.
Και πάλι σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας. Ευχόμαστε Καλή Χρονιά και κάθε επιτυχία σε κάθε επόμενο βήμα σας!
Καλή χρονιά σε εσάς και τους αναγνώστες σας.
Μπορείτε να βρείτε τα όλα τα βιβλία της κυρίας Πινιέιρο εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...