(Της Γιώτας Βασιλείου)
Το τηλέφωνο χτυπάει. Εκείνος απαντά. «Δέκα και δέκα» του λέει μια γυναικεία φωνή και κλείνει η γραμμή. Το επόμενο βράδυ το ίδιο. Και το μεθεπόμενο και κάθε βράδυ έκτοτε. Φάρσα ή απειλή;
Το ερώτημα ταλανίζει τον Μάριο Μαθιόπουλο και τον αναγκάζει να ανατρέξει στα πρώτα κεφάλαια της ενήλικης ζωής του. Το «Δέκα και Δέκα» του Σπύρου Κακατσάκη είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο, ένα βιβλίο μυστηρίου που καταπιάνεται με την ανθρώπινη φύση με κατανόηση αλλά και με κριτική ματιά.
Με τον τίτλο του να θυμίζει διαρκώς το σταμάτημα του ρολογιού σε μια συμβολική ώρα, το μυθιστόρημα φτιάχνει μια ατμόσφαιρα διακριτικού σασπένς. Η καθημερινότητα του ήρωα ανατρέπεται από μια φράση που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη – αλλά σιγά σιγά μετατρέπεται σε εμμονή, σαν ένα ξυπνητήρι της μνήμης, σαν σε καθρέφτη που τον καλεί να κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή του.
Η γραφή του Κακατσάκη είναι απλή αλλά όχι απλοϊκή. Χτίζει τις σκηνές του αργά και προσεκτικά. Με την αίσθηση ότι ο χρόνος κυλάει και διαβρώνει τα πάντα – εκτός από όσα έχουμε θάψει στην ψυχή μας και κάποια στιγμή θα απαιτήσουν να έρθουν στο φως. Ο Μάριος Μαθιόπουλος δεν είναι ένας ήρωας-καρικατούρα· είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, γεμάτος αντιφάσεις, φόβους και μικρές ενοχές που δεν τις ομολογεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό.
Στο μυθιστόρημα του ο συγγραφέας έχει καταφέρει να παρασύρει τον αναγνώστη όχι με φτηνές ανατροπές αλλά με μια υπόγεια ένταση. Η επανάληψη της φράσης «δέκα και δέκα» γίνεται σχεδόν τελετουργία – ο αναγνώστης περιμένει μαζί με τον ήρωα το βράδι να φτάσει και το τηλέφωνο να χτυπήσει. «Δέκα και δέκα», θα πει, για μια ακόμη φορά η φωνή και θα κλείσει.
Διαβάζοντας το βιβλίο γίνεται παραπάνω από εμφανές ότι ο Κακατσάκης δεν ενδιαφέρεται να εξιχνιάσει ένα έγκλημα με την κλασική έννοια, αλλά να ξεκλειδώσει μια σειρά ερωτημάτων: Τι σημαίνει να φοβάσαι; Τι σημαίνει να θυμάσαι;
Πολύτιμο στοιχείο του βιβλίου είναι η απλή γλώσσα που δεν αναλώνεται σε λογοτεχνικά στολίδια και δεν κραυγάζει. Αφήνει τα υπονοούμενα να πλέξουν ατμόσφαιρα. Κι όσο περνούν οι σελίδες, συνειδητοποιείς πως το «Δέκα και Δέκα» είναι περισσότερα από μια ιστορία μυστηρίου. Είναι μια χαμηλόφωνη υπενθύμιση πως ο χρόνος μας ανήκει, αλλά δεν μας χαρίζεται. Ό,τι θάβουμε, επιστρέφει κι ό,τι αφήνουμε να μας στοιχειώνει, κάποτε θα απαιτήσει απάντηση.
Ο Σπύρος Κακατσάκης βουτάει στα νερά του παρελθόντος χωρίς να χάνει το νήμα με το παρόν. Ισορροπεί ανάμεσα στο υπαρξιακό και το καθημερινό, στο φως και το σκοτάδι της ψυχής. Δεν προσφέρει μασημένη τροφή αντίθετα αφήνει τον αναγνώστη να δώσει τη δική του ερμηνεία. Γι’ αυτό και η ανάγνωση τελειώνει με μια μικρή αμήχανη στιγμή, που –προσέξτε– δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη: η δύναμη της σιωπής που έπεται της αποκάλυψης. Και τι αποκάλυψη…!
Τελικά, το μυστήριο του «Δέκα και Δέκα» δεν είναι μόνο ποιος καλεί, αλλά και ποιος πραγματικά απαντά μέσα μας. Να το διαβάσετε!
Καλή ανάγνωση!
Υ.Γ. Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί στις διαφημίσεις τα ρολόγια δείχνουν σχεδόν πάντα την ώρα δέκα και δέκα;
Θα το βρείτε εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...