Συνέντευξη: ΒΙΚΥ ΜΩΡΑΓΙΑΝΝΗ: «Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς και να το κάνεις»


Η Βίκυ Μωραγιάννη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία και Ιστορία Λογοτεχνίας και θεάτρου και αργότερα μεταφέρθηκε στο Παρίσι, όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα με ειδίκευση στη Λογοτεχνία και το Θέατρο του 18ου αιώνα. 
H συγγραφική της καριέρα την ξεκίνησε το 2016, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή αυτοτελών ιστοριών «Η Αλίκη στη Χώρα των Μεγάλων» (εκδόσεις iWrite). Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις BELL το μυθιστόρημα «Παρίσι στον Κύβο». Το 2021 και εν μέσω της πανδημίας, εκδόθηκε το μυθιστόρημά της «Άρωμα Λουίζας», από τις εκδόσεις Μίνωας αυτή τη φορά. Τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιά η Βίκυ έλαβε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το διήγημα της με τίτλο «Βεραμάν». Το  «Μαύρο γκλίτερ» είναι το τρίτο της μυθιστόρημα το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες, επίσης από τις εκδόσεις Μίνωας.
Η Βίκυ Μωραγιάννη ζει στην Αθήνα και μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ οικογένειας και συγγραφής.

(Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου)

Βίκυ καλωσήρθες στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά. Σε ευχαριστούμε για τον χρόνο που μας αφιερώνεις. Είσαι μια σύγχρονη γυναίκα και μητέρα δύο μικρών παιδιών. Πώς κατανέμεις τον χρόνο σου μεταξύ συγγραφής και οικογένειας;
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Για πάρα πολλά χρόνια, όταν τα παιδιά μου ήταν πολύ μικρά, ξυπνούσα στις 4:00 για να γράψω και να έχω ξεκινήσει την ημέρα μου έχοντας γράψει λίγες σελίδες. Αυτό μου έδινε τρομερή δύναμη να προχωρήσω. Πλέον έχω καταφέρει να χρησιμοποιώ χρόνο από τις ώρες εργασίας μου στην οικογενειακή επιχείρηση κι έτσι μπορώ να ζω το όνειρό μου με… φυσιολογικές ώρες ύπνου. 

Τα τελευταία χρόνια απ’ όσο γνωρίζουμε έχεις εγκαταλείψει την εργασία σου ως καθηγήτρια αγγλικών και έχεις αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Πώς έτυχε να πάρεις την απόφαση αυτή και πώς λειτουργεί για σένα μέχρι στιγμής;
Τα έφερε έτσι η ζωή όταν μετακομίσαμε στην Κωνσταντινούπολη και ήμουν μόνη μου με ένα μωρό όλη μέρα. Αναγκάστηκα να σταματήσω τα μαθήματα για να αφοσιωθώ στον γιο μου και για να μην τρελαθώ επειδή είχα μάθει να δουλεύω ατελείωτες ώρες, άρχισα να γράφω εντατικά και όχι σποραδικά όπως γινόταν ως τότε. Στην αρχή στις 4:00 το πρωί κι έπειτα όπως είπαμε πιο πάνω. 

Σε ποια ηλικία ξεκίνησες να γράφεις και τι ήταν αυτό που πυροδότησε την ανάγκη για συγγραφή;
Είναι λίγο κλισέ αλλά επειδή έγραφα πολύ ωραίες εκθέσεις στο Δημοτικό, που έμοιαζαν πάντα με διηγήματα και ήταν πελώριες για την ηλικία μου, ο δάσκαλος της έκτης φώναξε μια μέρα τη μαμά μου και της είπε ότι αυτό το ταλέντο δεν πρέπει να πάει χαμένο. Από το Γυμνάσιο και μετά κατέγραφα τα πάντα σε έναν γιγάντιο υπολογιστή που έπιανε το μισό μου δωμάτιο και όταν βρέθηκα στο Παρίσι για Μεταπτυχιακές σπουδές είχα καταλάβει πια ότι το γράψιμο δεν θα με αφήσει ποτέ. Ξεκίνησα να γράφω σενάρια, αλλά σύντομα με κέρδισε το μυθιστόρημα.

Κατά τη γνώμη σου, πολλή έμπνευση χωρίς όμως συστηματική δουλειά μπορεί να δώσει ένα άρτιο αποτέλεσμα;
Το αντίθετο θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό όμως όχι. Πρέπει να είμαστε μπροστά από το κείμενο καθημερινά με ραντεβού, ακόμα κι αν πρόκειται να γράψουμε μία λέξη.

Τι σημαίνει για σένα «καλή λογοτεχνία»;
Για μένα η καλή λογοτεχνία είναι ένα κείμενο που κάνει τον αναγνώστη να αισθανθεί πράγματα, όποια κι αν είναι αυτά. Ξύλινες πομπώδεις εκφράσεις που είναι κούφιες από μέσα, δεν μου λένε απολύτως τίποτα.
«Καλή λογοτεχνία είναι ένα κείμενο που κάνει τον αναγνώστη να αισθανθεί πράγματα»
Αν μπορούσες να περιγράψεις με λίγα λόγια την ψυχολογική σου κατάσταση κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου σου, ποια θα ήταν αυτή;
Συνήθως νιώθω τεράστια χαρά μαζί με αγωνία για το αν θα μου αρέσει στο χαρτί η ταινία που παίζεται πάντα στο μυαλό μου τη στιγμή που γράφω.


Και για να περάσουμε συγκεκριμένα στο καινούργιο σου βιβλίο, την απολαυστική μαύρη κομεντί που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μίνωας, με τον τίτλο 
«Μαύρο γκλίτερ». Ειλικρινά θέλω πολύ να μάθω τι στο καλό ήταν αυτό που σου ενέπνευσε αυτήν την ιστορία.
Το ξέρω πως είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ήταν η ίδια η Σιμόνη. Εκεί που βασανιζόμουν με μια άλλη ιστορία που δεν έβγαινε με τίποτα όπως την ήθελα, ήρθε και μου είπε: 
«Καλημέρα, με λένε Σιμόνη και είμαι μακιγιέζ νεκρών». 
Παράτησα 85000 λέξεις και άρχισα να γράφω την ιστορία της.

Έχουμε λοιπόν τη Σιμόνη μια νέα γυναίκα με σκοτεινό χαρακτήρα, που έχει περάσει τη μισή της ζωή χαμένη στα «θέλω» της και πνιγμένη στα «δεν μπορώ» της. Ωστόσο, μια φωνή από το υπερπέραν (κυριολεκτικά) ανατρέπει τον κόσμο της. Ένας απίθανος χαρακτήρας, καλοσχηματισμένος, ρεαλιστικός, με πλαστικότητα που μοιάζει να ξεπετάγεται ολοζώντανος από τις σελίδες του βιβλίου. Μίλησέ μας λίγο για αυτήν.
Η Σιμόνη είναι μια νέα, ταλαντούχα γυναίκα με το σκοτεινό χάρισμα να ακούει τις ψυχές των νεκρών λίγο προτού περάσουν στην αιωνιότητα. Ταυτόχρονα η Σιμόνη ήταν το δικό μου μέσο για να μιλήσω για ένα σωρό πράγματα που με απασχολούσαν τα χρόνια που ακολούθησαν την πανδημία και θα την ευγνωμονώ γι’ αυτό μέχρι να περάσω κι εγώ στην αιωνιότητα.
«Εκεί που βασανιζόμουν με μια άλλη ιστορία που δεν έβγαινε με τίποτα όπως την ήθελα, ήρθε και μου είπε: “Καλημέρα, με λένε Σιμόνη και είμαι μακιγιέζ νεκρών”» 
Στο βιβλίο σου βλέπουμε πως θίγεις και τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές κτλ. Μίλησέ μας γι’ αυτό.
Αυτό ήταν κάτι που το χρωστούσα στους αναγνώστες από το προηγούμενο βιβλίο μου με τίτλο Άρωμα Λουίζας. Κάποιες −ελάχιστες ευτυχώς− αρνητικές κριτικές που είχα δεχθεί περιλάμβαναν το παράπονο ότι δεν ανέλυα αρκετά τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων και ήθελα να αλλάξει αυτό. Χαίρομαι που το έκανα γιατί με βοήθησε να καταλάβω κι εγώ καλύτερα τους ήρωες του βιβλίου.

Ομολογουμένως το «Μαύρο γκλίτερ» είναι μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει σάρκα και οστά στη μικρή οθόνη σε μορφή σειράς. Πώς το ακούς αυτό; Θα σου άρεσε;
Φυσικά και θα μου άρεσε αλλά θέλω να πιστεύω ότι τα βιβλία μου είναι πιο κατάλληλα για σινεμά γιατί έτσι τα αισθάνομαι όταν τα γράφω. Οποιαδήποτε μεταφορά όμως του βιβλίου σε άλλη μορφή θα μου έδινε μεγάλη χαρά.

Το «Μαύρο γκλίτερ» είναι ένα μυθιστόρημα ποτισμένο με χιούμορ. Κι εσύ είσαι ένα πολύ χαμογελαστό κορίτσι. Τι ρόλο παίζει το χιούμορ στη ζωή σου;
Το χιούμορ είναι μηχανισμός επιβίωσης και διαχείρισης καταστάσεων. Έχει τύχει να βρεθώ σε τρομερά δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου και το χιούμορ με έσωζε κάθε φορά. Έτσι είναι και ο άντρας μου κι έτσι μεγαλώνουμε και τα παιδιά μας.

Τόσο στο «Μαύρο γκλίτερ» όσο και στο «Άρωμα Λουίζας», το προηγούμενο μυθιστόρημά σου, έχεις δόσεις μεταφυσικού. Πώς δέχτηκαν την ιδέα της επαφής με το “πέραν” οι πρώτοι αναγνώστες σου;
Ευτυχώς στους περισσότερους άρεσε. Και λέω ευτυχώς γιατί για πολλά χρόνια δεν άρεσε ούτε σε μένα το μεταφυσικό στοιχείο στα μυθιστορήματα. Αλλά όταν αποφασίζουν οι ήρωες να πουν την ιστορία, εγώ δεν είμαι παρά ένας γραφιάς.
Το χιούμορ είναι μηχανισμός επιβίωσης και διαχείρισης καταστάσεων. 
Από τα τέσσερα «παιδιά» σου, ποιο είναι το πιο «χαϊδεμένο» σου; Πες μας μια φράση/μότο που έχεις αγαπήσει πολύ από το συγκεκριμένο βιβλίο.
Όπως λένε και οι γονείς, τα παιδιά είναι σαν τα δάχτυλα του χεριού, οποίο και να κόψεις πονάει το ίδιο. Ένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα είναι τα λόγια της γιαγιάς από το Άρωμα Λουίζας: «Να θυμάσαι να κρατάς πάντοτε ψηλά το κεφάλι, Λουίζα, αλλά να χαμηλώνεις το βλέμμα σου προς τα κάτω όταν χρειάζεται. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να βλέπεις τον ορίζοντα, αλλά ταυτόχρονα ν’ αποφεύγεις τα εμπόδια στα οποία μπορεί να σκοντάψεις. Να φροντίζεις το μυαλό αλλά και τα πόδια σου. Να φροντίζεις τη μηχανή, αλλά και τις ρόδες σου, γιατί εκείνες θα σε πάνε τελικά εκεί που θες.»

Αν κάποιος ρίξει μια κλεφτή ματιά στο κομοδίνο σου, ποια βιβλία θα βρει να περιμένουν να διαβαστούν;
Τώρα ανυπομονώ να διαβάσω τους Μύστες της Έλενας Κορδέλλα, την Κόρη της Λήθης της Ελευθερίας Μεταξά και το τρίτο μέρος της σειράς της Φίνλεϊ Ντόνοβαν, όλα από εκδόσεις Μίνωας. Πολύ σύντομα θα διαβάσω επίσης το Διαλυμένο κορίτσι της Glasgow από εκδόσεις Διόπτρα.

Βίκυ, φεύγοντας από τα βιβλία και τις εκδόσεις, ήθελα να συζητήσουμε για την άσχημη εμπειρία που είχες πρόσφατα, με το χακάρισμα του λογαριασμού σου στο facebook. Δυστυχώς έγινες κι εσύ ένα από τα πολλά θύματα των επιτήδειων του διαδικτύου. Σε τι θεωρείς ότι αποσκοπούν αυτές οι ενέργειες; 
Είναι πολύ άσχημο το συναίσθημα του να σου κλέβουν κάτι που έχεις χτίσει με τόσο κόπο. Ειλικρινά δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό. Στην αρχή μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί και να συνέβη επίτηδες αλλά το έχουν πάθει πια τόσοι γνωστοί μου που νομίζω ότι μπορεί και να πρόκειται απλώς για κάποιο κενό στο λογισμικό της Meta που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα.

Κλείνοντας, τι θα συμβούλευες έναν νεόκοπο συγγραφέα που τώρα ετοιμάζει το πρώτο του βιβλίο; 
Ψυχραιμία, οργάνωση και δέσμευση στη δουλειά. 
Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς και να το κάνεις.


Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα ή να αγοράσετε τα βιβλία της Βίκυς εδώ.

Διαβάστε την άποψη της Γιώτας στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά.

Σχόλια