Ο Γιάννης Μαργέλης είναι από τους συγγραφείς που δεν κάνουν θόρυβο γύρω του - προτιμά να μιλά η γραφή του. Στη νουβέλα του «Το μπαρ στο Λεβαλουά‑Περέ» (εκδόσεις Συρτάρι) ξεδιπλώνει μια ιστορία σχεδόν «ψυχαναλυτική», όπως λέει ο ίδιος, όπου η σιωπή έχει φωνή και το Λονδίνο γίνεται ο τέταρτος χαρακτήρας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για τη γραφή του, τα μικρά μυστικά πίσω από τους ήρωες, τη σημασία της απόστασης και το πώς η λογοτεχνία μπορεί να στέκεται διακριτικά, χωρίς περιττές φωνές. Ο ίδιος δηλώνει πως δεν φοβάται να δοκιμαστεί σε νέα είδη, ενώ αφήνει ένα μήνυμα που συμπυκνώνει τον τόνο του βιβλίου: θεραπεία, διεκδίκηση, αποδοχή. Ένας συγγραφέας που διαλέγει να μείνει στις σκιές και να φωτίζει μέσα από τις λέξεις.
(Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου)
Γιάννη καλωσόρισες στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά. Είναι χαρά μας που σε έχουμε κοντά μας.
Καλώς σας βρήκα και ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία σας!
«Το μπαρ στο Λεβαλουά Περέ», λοιπόν. Μίλησέ μας για τον μύθο πίσω από τον τίτλο. Τον είχες από την αρχή στο μυαλό σου ή προέκυψε στη διαδρομή;
Όχι, ο αρχικός τίτλος ήταν διαφορετικός. Ήταν, ας πούμε, ένα working title που παρέπεμπε μεν στο περιεχόμενο αλλά δεν μου άρεσε τόσο. Με τη βοήθεια του εκδότη μου, κου Αντωνόπουλου, καταλήξαμε στον τελικό τίτλο που νομίζω κλείνει το μάτι στον αναγνώστη με διακριτικό και κομψό τρόπο.
Στο βιβλίο, η σιωπή και οι αθέατες πλευρές των χαρακτήρων λένε περισσότερα από όσα λένε τα λόγια τους. Ήταν αυτό κάτι που ήθελες εξαρχής ή σου το υπαγόρευσε η ίδια η ιστορία;
Στο βιβλίο, πράγματι η σιωπή έχει φωνή. Δεν κατονομάζω, υπονοώ· δεν εξηγώ, αφήνω να εννοηθεί. Ακόμα και στον πρόλογο, οι ήρωες δεν μιλούν την ίδια «γλώσσα» – ο ένας μιλά, ο άλλος σωπαίνει. Ίσως γιατί αυτή η «ψυχαναλυτική» ιστορία έτσι απαιτεί.
Το Λονδίνο, αν και παρόν, δεν είναι απλώς ντεκόρ – λειτουργεί σχεδόν σαν ο τέταρτος χαρακτήρας. Τι σε έφερε σε αυτή την πόλη, Γιάννη; Είναι υπαρκτή ανάμνηση ή λογοτεχνική ανάγκη;
Το Λονδίνο είναι μια πόλη όπου έχω ζήσει και το αγαπώ πολύ. Στο βιβλίο, δεν αποτελεί απλώς το σκηνικό της ιστορίας, αλλά τον χώρο όπου καθίσταται δυνατή η σχέση των πρωταγωνιστών. Σε μια απρόσωπη μητρόπολη γεννιέται τυχαία ένας δεσμός που διαμορφώνει ουσιαστικά δύο ανθρώπους.
Ο ήρωας ταξιδεύει στο Λονδίνο με τον γιο του. Εσύ, έχεις κάνει ποτέ ταξίδι με σκοπό να κλείσεις εκκρεμότητες του παρελθόντος;
Δεν έχει χρειαστεί ακόμα. Προτιμώ να κλείνω λογαριασμούς επί τόπου ώστε να μην χάσκουν κενά.
Ποια σκηνή του βιβλίου σου σε δυσκόλεψε περισσότερο να γράψεις – και αντίστοιχα, ποια σε παρηγόρησε;
Νομίζω η σκηνή της απόλυτης κατάρρευσης του Μαρκέλλου με δυσκόλεψε αρκετά διότι δεν έχω βρεθεί ποτέ σε παρόμοια θέση, να παλεύω με παράξενους δαίμονες. Μία σκηνή που με παρηγόρησε είναι η συνάντηση των πρωταγωνιστών εφτά χρόνια αφού τελείωσε η σχέση τους, στον πρόλογο.
Υπάρχει κάποιος άνθρωπος, υπαρκτός ή φανταστικός, που «κρύβεται» πίσω από τον ήρωα του βιβλίου σου;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει συγγραφέας που να μην έχει χρησιμοποιήσει έστω και στοιχεία από ανθρώπους που ξέρει ή που έχει γνωρίσει ή και από τον ίδιο του τον εαυτό, ακόμα.
Αν το βιβλίο ήταν ποτό, τι θα ήταν και γιατί; Και σε δεύτερο χρόνο, αν είχε soundtrack, ποιο τραγούδι θα έπαιζε στο τέλος;
Θα ήταν κρασί Μπορντώ, σαν αυτό που πίνουν οι πρωταγωνιστές. Και αν έπρεπε να παίξει ένα τραγούδι στο τέλος, θα ήταν ίσως το Apocalypse των Cigarettes after Sex!
Πώς προτιμάς να γράφεις, με ησυχία ή με θόρυβο; Με πρόγραμμα ή χωρίς;
Με σχετική ησυχία και χωρίς πρόγραμμα.
Θεραπεύστε τον εαυτό σας, διεκδικήστε αυτόν που αγαπάτε, παλέψτε - αν χρειαστεί, όμως, αφήστε τον να φύγει.
Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που αισθάνεσαι πως σου άνοιξε έναν δρόμο;
Ατέλειωτη η λίστα με αγαπημένους συγγραφείς-πρότυπα. Νομίζω ότι η Marguerite Duras με τον «Εραστή» λίγο περισσότερο.
Ποιο κομμάτι της συγγραφικής διαδικασίας είναι για σένα ευχαρίστηση και ποιο δοκιμασία;
Όλα τα κομμάτια της διαδικασίας είναι ευχάριστα με τον τρόπο τους. Φαντάζομαι πως το πλέον δύστροπο είναι η έρευνα, που σχεδόν πάντα χρειάζεται.
Θα ήθελες να γράψεις ποτέ κάτι εντελώς διαφορετικό; Για παράδειγμα αστυνομικό ή κωμωδία;
Βεβαίως! Δεν θα ήθελα ποτέ να παγιδευτώ σε ένα είδος. Ήδη ετοιμάζω ιστορίες που διαφέρουν πολύ.
Γιάννη, την εποχή της κοινωνικής δικτύωσης, εσύ έχεις επιλέξει συνειδητά να απέχεις από τα social media. Είναι αυτό άμυνα ή απελευθέρωση;
Είμαι πρακτικά απών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με κουράζουν αρκετά. Αν και υπάρχουν λογαριασμοί σπουδαίοι, που προωθούν τον πολιτισμό, τη γλώσσα κλπ, το γενικό κλίμα γίνεται συχνά αρκετά κουραστικό.
Πιστεύεις πως η λογοτεχνία μπορεί να σταθεί –εμπορικά μιλώντας− από μόνη της, χωρίς προφίλ, στόρι και likes; Υπήρξε στιγμή που ένιωσες πίεση ή την ανάγκη να μπεις στο παιχνίδι της προβολής;
Στις μέρες μας, είναι μάλλον πολύ δύσκολο, καλώς ή κακώς. Για αυτό διατηρώ έναν λογαριασμό στο Instagram αφιερωμένο στο βιβλίο μου, yann_margelis. Δεν έχω, ωστόσο, νιώσει έως τώρα πίεση.
Αν μπορούσες να αφήσεις ένα μόνο μήνυμα στους αναγνώστες σου, χωρίς καμία άλλη δημόσια παρουσία, ποιο θα ήταν;
Θεραπεύστε τον εαυτό σας, διεκδικήστε αυτόν που αγαπάτε, παλέψτε - αν χρειαστεί, όμως, αφήστε τον να φύγει. Με αυτή τη σειρά.
Γιάννη, σε ευχαριστώ για μια ακόμη φορά για τον χρόνο που μας διέθεσες. Αν υπάρχει κάτι περισσότερο που θα ήθελες να βάλουμε στη συνέντευξη και δεν καλύπτεται από τις ερωτήσεις, γράψε την απάντηση και θα προσαρμόσω μετά ανάλογα την ερώτηση.Εγώ σας ευχαριστώ και πάλι για τη φιλοξενία σας και την ευκαιρία που μου έδωσε το Συρτάρι κι ο εκδότης μου να πω αυτήν την ιστορία του βιβλίου μου.
Διαβάστε την άποψη της Γιώτας για τη νουβέλα του Γιάννη εδώ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε εδώ το σχόλιό σου...