Διήγημα: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, του Άντυ Βρόσγου

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


«Διαβασε μου λίγο ακόμα». 
«Μα είσαι κουρασμένη μαμά, πρέπει να ξαπλώσεις. Αύριο πάλι.»
«Σε παρακαλώ, λίγο ακόμα» η φωνή της έβγαινε αδύναμη, αχνή.

Άνοιξε πάλι το βιβλίο, τον αγαπημένο της Ντοστογιέφσκι, και συνέχισε. Τα θολωμένα από τον καταρράκτη μάτια της τον κοίταξαν με αγαλλίαση. 

Κάθε βράδυ, ένα χρόνο τώρα, το σκηνικό επαναλαμβανόταν σαν μια μικρή ιεροτελεστία. Αυτή, ξαπλωμένη στο παλιό ξύλινο κρεβάτι από καρυδιά και αυτός πλάι της, καθισμένος στη φθαρμένη κουνιστή καρέκλα που έτριζε με κάθε του κίνηση, να της διαβάζει μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Λάτρευε το διάβασμα η κυρά Δέσποινα, όλη της τη ζωή με ένα βιβλίο στο χέρι την έβλεπες. Από αυτήν είχε κληρονομήσει και την αγάπη του για τη λογοτεχνία, τη μοναδική σταθερά στη ζωή του εκτός από την ίδια. Μοναδική, μιας και ένας αποτυχημένος γάμος που του κόστισε τα παιδιά του, ότι πολυτιμότερο είχε δηλαδή, και μια απόλυση, απότοκος των μνημονίων που είχαν σκυλέψει τα τελευταία χρόνια τη χώρα, είχαν απομακρύνει προ πολλού και δια παντός μάλλον, το ροζ συννεφάκι στο οποίο αρμένιζε αμέριμνος.  

Δεν είχε τολμήσει να της πει τίποτα για τη δουλειά μην την στεναχωρήσει. Φοβόταν ότι η ήδη κλονισμένη υγεία της δεν θα το άντεχε. Όταν εκείνη είχε μάθει για τον επικείμενο χωρισμό του είχε υποστεί ένα ισχυρό σοκ. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος, ο κυριότερος τουλάχιστον, που είχε καταπέσει έτσι, λίγο μετά από αυτό. Όλη η ζωντάνια και η ενέργεια που της έδιναν τα εγγόνια της λες και στράγγισαν απότομα, εξαχνώθηκαν σε μια μόνο στιγμή, όταν έμαθε ότι η Ρωξάνη θα έφευγε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αυστραλία με τα παιδιά και τον επιχειρηματία που είχε ερωτευτεί παράφορα.       

Τελευταία σελίδα. Διάβασε τις εναπομείνασες αράδες. Όταν τέλειωσε, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο σκαμμένο από τον χρόνο πρόσωπο της πριν κλείσει τα μάτια. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, μια γαλήνια, σχεδόν αγγελική μορφή. Έσβησε το πορτατίφ αφήνοντας προσεκτικά το βιβλίο στο κομοδίνο και έφυγε πατώντας στις μύτες των ποδιών του από φόβο μην την ξυπνήσει. 

Γυρίζοντας σπίτι έβαλε να φάει και χάζεψε λίγο στην τηλεόραση. Άλλη μια αυτοκτονία, είχε χάσει πια τον λογαριασμό, πλέον δεν ήταν καν είδηση, πλάνα ανθρώπων που έψαχναν στα σκουπίδια για φαγητό, ένας ακόμη λίβελος για την Ελλάδα από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, πάντα με υψωμένο το δάχτυλο. Η μέρα της μαρμότας. Πήγε στο κρεβάτι αλλά ο ύπνος πάλι λειψός και ανήσυχος, με τις φιγούρες των παιδιών του να στοιχειώνουν κάθε του νύχτα από την ημέρα που έφυγαν.   
Το άλλο πρωί ξύπνησε κάπως απότομα από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η αίτηση που είχε κάνει για τη δουλειά στη φαρμακευτική εταιρεία είχε γίνει δεκτή. Από βδομάδα θα ξεκινούσε. Επιτέλους, ένα χαμόγελο. Ετοιμάστηκε να βγει έξω. Τον τελευταίο καιρό είχε περιορίσει τα έξοδα του στο ελάχιστο, έτσι σήμερα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια ενός καφέ στην ηλιόλουστη Αθήνα, παρέα με ένα βιβλίο. Το βράδυ, θα ανακοίνωνε στη μητέρα του τα νέα για την «καινούργια» του δουλειά χωρίς όμως πολλές λεπτομέρειες. 

Άνοιγε την πόρτα όταν ο ήχος του κινητού ακούστηκε και πάλι. Το σήκωσε. Ήταν η Μόνικα, η καθαρίστρια που συγύριζε το σπίτι της μητέρας του μια φορά την εβδομάδα και της κρατούσε λίγη παρέα όποτε μπορούσε. Η κυρά Δέσποινα την λάτρευε. 

Η φωνή της έτρεμε. Η μόνη λέξη που κατάφερε να πει, πνιγμένη στα αναφιλητά, ήταν, «έφυγε». 

Έμεινε να κοιτάει αποσβολωμένος την μισάνοιχτη εξώπορτα κρατώντας ακόμα υψωμένο το κινητό, ενώ η γραμμή είχε κλείσει.    

Το πρώτο που ήρθε στο μυαλό του ήταν τα τελευταία της λόγια. 

«Σε παρακαλώ, λίγο ακόμα…» 

Και έπειτα, η πραότητα που εξέπεμπε το πρόσωπο της καθώς βυθιζόταν στον αιώνιο ύπνο.

Τελικά, ακόμα και ο θάνατος δεν κατάφερε, ή μπορεί και να μη θέλησε να της στερήσει το τέλος μιας ιστορίας.    

Σημείωμα του συγγραφέα: Το μικροδιήγημα που μόλις διαβάσατε, είναι αφιερωμένο σε ένα πρόσωπο που αγαπώ πολύ και που η δική του συγκινητική και σοκαριστική ιστορία με τη μητέρα του, αποτέλεσε το έναυσμα για να γραφτεί...

Για τα ΒΙΒΛΙΟγραφικά
Άντυ Βρόσγος, Μάιος 2020
Συγγραφέας του "Χρήσιμοι Ηλίοι

~|~|~|~|~|~|~|~|~|~



Βιογραφικό του συγγραφέα: Ο Άντυ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 αλλά κόβει από την ηλικία του 4 χρόνια γιατί δεν αναγνωρίζει αυτά της Χούντας. Δεν τα κατάφερε να μάθει γαλλικά και πιάνο και αυτό είναι κάτι που τον κυνηγάει ακόμα. Είναι πατέρας δύο υπέροχων παιδιών. Ήρωας του ο Δον Κιχώτης. Οικονομολόγος κατ΄ επάγγελμα και συγγραφέας κατά φαντασίαν από χόμπι, αλλά μη του το πείτε και του χαλάσετε το όνειρο.

Έχει αρθρογραφήσει κατά καιρούς σε εφημερίδες, ηλεκτρονικά περιοδικά και blogs, ενώ δημοσιεύει ποιήματα, διηγήματα και flash fiction ιστορίες σε λογοτεχνικές σελίδες και εφημερίδες. To 2019 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Χρήσιμοι Ηλίθιοι» από τις εκδόσεις Κύφαντα, ενώ συμμετείχε  στο Συλλογικό έργο Ποιητικές Συμπλεύσεις 3, Ρευστά όρια (Εντύποις, 2019). Το 2020 συμμετέχει σε δύο ακόμα συλλογικές εκδόσεις, μια ποιημάτων (MY STORY) και μια ιστοριών flash fiction (ΕΝΤΥΠΟΙΣ).

Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Άντυ στα ΒΙΒΛΙΟγραφικά κι εδώ τη άποψή μας για το βιβλίο του.

~|~|~|~|~|~|~|~|~|~



Τα κείμενα των συγγραφέων ανεβαίνουν αυτούσια, χωρίς περικοπές και διορθώσεις. Οι συγγραφείς είναι υπεύθυνοι ώστε να κείμενά τους να είναι ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων.

Σχόλια