Συνέντευξη: ΓΙΩΤΑ ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ «Η γραφή είναι μια μορφή απόδρασης από την πραγματικότητα με μια… βάρκα που έφτιαξες με τα χέρια σου»

H Γιώτα Κοντογεωργοπούλου γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στα Ιωάννινα ενώ ολοκλήρωσε σχολή Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης σε Ιωάννινα, Αθήνα και Πάτρα, αλλά και στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας. Είναι διευθύντρια σύνταξης στο ειδησεογραφικό portal thebest.gr.

Έχει γράψει στίχους και κείμενα για θεατρικές και μουσικές παραστάσεις ενώ το 2020 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το πρώτο της μυθιστόρημά της «Η μυρωδιά του αχινού». Έχει γράψει επίσης το βιβλίο Ιστορίες εστίασης στην Πάτρα του 20ού αιώνα (εκδόσεις Το δόντι) και το Ιστορικό Ημερολόγιο του Εμπορικού Συλλόγου της Πάτρας (εκδόσεις Το δόντι). Στα τέλη του 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις BELL το νέο της αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Σσαμπάτ». 

Η Γιώτα Κοντογεωργοπούλου είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου-Ηπείρου-Νήσων. 

(Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου)


Καταρχάς Γιώτα θέλω να σε καλωσορίσω και να σε ευχαριστήσω για το χρόνο σου. 

Να ευχαριστήσω και εγώ θερμά για τη φιλοξενία τα πολύ πολύ αγαπημένα ΒΙΒΛΙΟγραφικά που στηρίζουν με ενθουσιασμό και ειλικρινές ενδιαφέρον το βιβλίο και τους ανθρώπους του.

Για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, πες μας πως ξεκίνησες να γράφεις; Τι ήταν αυτό που «όπλισε» το χέρι σου με την πένα; Ήρθε πρώτα η γραφή ή πρώτα η δημοσιογραφία;

Πρώτα ήρθε η γραφή υπό την έννοια ότι από παιδί ένιωθα την ανάγκη της έκφρασης μέσα από τον γραπτό λόγο. Στην πορεία ήρθε η δημοσιογραφία και μαζί με αυτή και τα κείμενα και οι στίχοι για μουσικές και θεατρικές παραστάσεις. Το μυθιστόρημα ακολούθησε όλων αυτών σαν φυσική συνέχεια θα έλεγα. Πάντα ήθελα να γράψω μυθιστόρημα. Εκ του αποτελέσματος καταλήγει να είναι το είδος που αγαπώ περισσότερο καθώς μου δίνει τη δυνατότητα να απλώνω τη σκέψη μου και να πλάθω χαρακτήρες και καταστάσεις που μου επιτρέπουν να ζω μέσα από αυτές, ζωές που η ίδια δημιουργώ. Είναι μια μορφή απόδρασης από την πραγματικότητα με μια… βάρκα που έφτιαξες με τα χέρια σου. 

Είσαι μαχόμενη δημοσιογράφος, ενεργή πολίτης, συγγραφέας και φυσικά έχεις και την προσωπική σου ζωή. Πες μας πως τα συνδυάζεις όλα;

Δύσκολα. Οι ώρες δεν χωράνε το πρόγραμμα και τις επιδιώξεις. Αλλά τα δύσκολα δεν είναι τα ενδιαφέροντα; Εγώ τουλάχιστον τα πανηγυρίζω διπλά!

Πως οργανώνεις τη ζωή σου όταν γράφεις; Απομονώνεσαι για όσο καιρό χρειαστεί ή έχεις κάποιο σύστημα;

Όχι, καθόλου. Συνήθως γράφω βράδυ μετά τη δουλειά, όταν μπορώ κάπως να συγκεντρώνομαι. Αλλά γράφω και στη διάρκεια της μέρας. Έχω «συλλάβει» τον εαυτό μου να προχωράει κεφάλαια ακόμη και την ώρα της δουλειάς. Σε ό,τι αφορά το σύστημα, δεν έχω καμία… σχέση μαζί του. Δεν τα πάω καλά με την οργάνωση σε κανένα τομέα.

«…ενώ εμφανίζω στην αρχή τις γυναίκες ως τους φαινομενικά αδύναμους κρίκους, στη συνέχεια είναι αυτές που αποδεικνύονται οι ισχυροί παίκτες του παιχνιδιού.»

Στο πρώτο σου βιβλίο, «Η μυρωδιά του Αχινού» που κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, πραγματεύεσαι μια ιστορία η οποία καλύπτει χρονικά μια ιστορία σχεδόν δυο αιώνων, με αφετηρία το Ληξούρι στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν γίνονται οι διαπραγματεύσεις για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα μέχρι και την Ελλάδα του 2015, παραμονές του περιβόητου δημοψηφίσματος. Καταρχάς καταλαβαίνει κανείς ότι η έρευνα που έχεις κάνει για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι τεράστια και σε βάθος. Θες να μας μιλήσεις για τη μέθοδο που ακολουθείς;

Για να γράψεις για μια εποχή, πρέπει να ερευνήσεις τα πράγματα γύρω από αυτή. Σε διαφορετική περίπτωση, πέρα από  το ότι δεν θα γίνεις πιστευτός, κινδυνεύεις να υποπέσεις και σε σοβαρά ατοπήματα εντάσσοντας στην αφήγηση στοιχεία εκτός τόπου και χρόνου, από αντικείμενα και καταστάσεις μέχρι περιγραφές τόπων και συνηθειών. Η έρευνα στο «Η Μυρωδιά του αχινού» πήρε πολύ καιρό καθώς δεν μιλάμε μόνο για μια χρονική περίοδο αλλά για πάρα πολλές περισσότερες. Μιλάμε για ένα μεγάλο εύρος βιβλιογραφίας, όπου είχαν την τιμητική τους οι Πατρινοί ιστορικοί και ερευνητές οι οποίοι είναι πολλοί και αξιόλογοι. Διάβασμα ήταν η μέθοδος λοιπόν. Και σημειώσεις. 

Και στα δύο σου μυθιστορήματα βλέπουμε ότι καταπιάνεσαι με ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν συνταράξει την Ελλάδα και μέσα από αυτά πλέκεις την μυθιστορία σου, όποια κι αν είναι αυτή. Έχεις σκεφτεί κάποια στιγμή να γράψεις ας πούμε ένα πολιτικό μυθιστόρημα που να αναφέρεται στην Ελλάδα του σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει να πλέκω το παρελθόν και το παρόν και να τα κάνω να «συνομιλούν». Πιστεύω άλλωστε ότι ούτως ή άλλως αυτό συμβαίνει και στη ζωή. Τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο. Πολλώ δε μάλλον στην πολιτική. Από την άλλη έχω σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία οπότε καταλαβαίνεις ότι την έχω και από εκεί την επιρροή, ενώ θα ήθελα μέσα από ένα βιβλίο να μαθαίνει ο αναγνώστης και κάτι ή να του δίνεται κίνητρο για να ενημερωθεί. Αλλά και εγώ η ίδια θέλω, ψάχνοντας, να ενημερώνονται για ιστορικές περιόδους και γεγονότα του παρελθόντος με έναν τόσο δημιουργικό τρόπο, όσο το να τα εντάσσω στη μυθιστορία.  Είναι πολλοί αυτοί που μου συνιστούν να ακολουθήσω αυτό το είδος γιατί εκτιμούν ότι μου δίνει προσωπικό στίγμα και ότι κάνει τα βιβλία περισσότερο διαχρονικά, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Ναι, έχω σκεφτεί να κινηθώ μόνο στο παρόν κάποια στιγμή αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμη ποια θα είναι αυτή η στιγμή. 

Ας έρθουμε στο πρόσφατο μυθιστόρημά σου, το «ΣΣΑΜΠΑΤ», που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις BELL. Τι πραγματεύεται; Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέμα αυτό;

Το μυθιστόρημα κινείται στο σήμερα, αλλά ένα παρακλάδι του, το οποίο είναι σημαντικό για την πορεία του αφηγήματος, αφορά τον εκτοπισμό των Εβραίων των Ιωαννίνων τον Μάρτιο του 1944, ανήμερα του Ευαγγελισμού από τους ναζί, τον αφανισμό τους στο Άουσβιτς και την επιστροφή των ελαχίστων επιζώντων στον τόπο τους. Παρά το γεγονός ότι ήμουνα φοιτήτρια στα Γιάννενα δεν γνώριζα την ιστορία και τις λεπτομέρειές της. Αφορμή για να ασχοληθώ ήταν ο Μωυσής Ελισάφ, ο πρώτος Εβραίος Δήμαρχος στη χώρα που εξελέγη στα Ιωάννινα. Έτσι άρχισα να ξετυλίγω το κουβάρι. Από ένα πρόσωπο που κέντρισε την προσοχή πανελληνίως. Έναν πολύ ξεχωριστό άνθρωπο.

Γιατί διάλεξες η καρδιά της ιστορίας σου να χτυπήσει σε ένα βιβλιοπωλείο;

Καθαρό απωθημένο. Θα ήθελα να έχω ένα βιβλιοπωλείο. Ζηλεύω για την ακρίβεια αυτούς που έχουν ένα βιβλιοπωλείο, ιδίως όταν αυτό είναι μικρό και γραφικό. Είναι ένας χώρος μαγικός, ο οποίος πέραν των άλλων έδεσε απόλυτα στη φαντασία μου με το χώρο του κάστρου των Ιωαννίνων, με την εικόνα των παλιών εβραϊκών σπιτιών και  με την ιδιότητα της πόλης ως φοιτητούπολης.

«Τα παιχνίδια του μυαλού παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλη την πορεία της ανθρωπότητας. Η προσπάθεια χειραγώγησης μέσω του μυαλού είναι συνώνυμη κάθε μορφής εξουσίας, ενώ ιδίως στις μέρες μας είναι μια επιχείρηση σε πλήρη εξέλιξη και με πολλά όπλα.»

Ξέρω ότι πρόκειται για μια δουλειά που σε δυσκόλεψε πολύ. Μια δουλειά που χρειάστηκε να μιλήσεις με πολύ κόσμο και να κάνεις πάρα πολύ έρευνα. Υποθέτω όμως επειδή ήταν και το θέμα τέτοιο, πέρα από την πρακτική δυσκολία που μπορεί να είχε το πόνημα, είχε και συναισθηματική. Θέλεις να μας μιλήσεις για τον συναισθηματικό αγώνα που χρειάστηκε να δώσεις κατά τη συγγραφή του «ΣΣΑΜΠΑΤ»;

Μίλησα με κόσμο, είδα πολλά ντοκιμαντέρ και βεβαίως διάβασα και βιβλία και παλιές εφημερίδες για το «Σσαμπάτ». Υπάρχει συναισθηματικός αγώνας σε αυτό το βιβλίο, αλλά θα σου εκμυστηρευτώ ότι η ένταση δεν ήταν τόσο στην ιστορία των Εβραίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν με συνεπήρε και δεν με συγκίνησε το δράμα αυτών των ανθρώπων. Υπάρχει ωστόσο μια άλλη ιστορία εντός της οποίας συναντώ ένα κομμάτι του εαυτού μου και ήταν η πιο φορτισμένη, αλλά δεν θα τη μαρτυρήσω. Γενικά πάντως πιστεύω ότι αν δεν συγκινείσαι εσύ ο ίδιος την ώρα που γράφεις, αν δεν ανακαλύπτεις κάτι μέσα σου, έχεις χάσει τη μισή απόλαυση. Και ίσως δύσκολα θα μεταδώσεις το συναίσθημα και  στον αναγνώστη.

Θέλω να συζητήσουμε για το ρόλο των γυναικών στο βιβλίο σου. Νιώθω ότι μέσα από τις ηρωίδες σου θέλεις να περάσεις κάποιο μήνυμα. Αν έχω δίκιο, ποιο είναι αυτό; 

Αν γίνεται κάτι, γίνεται ασυναίσθητα. Δεν το σκέφτομαι δηλαδή ούτε επιθυμώ να μεταδώσω κάτι κάνοντας χρήση του φύλου. Αυτό που ανακαλύπτω εκ των υστέρων ωστόσο ότι γίνεται, είναι ότι ενώ εμφανίζω στην αρχή τις γυναίκες ως τους φαινομενικά αδύναμους κρίκους, στη συνέχεια είναι αυτές που αποδεικνύονται οι ισχυροί παίκτες του παιχνιδιού. Ιδίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Ίσως τελικά να είναι μια πεποίθηση εγγεγραμμένη μέσα μου που βρίσκει δίοδο μέσα από την μυθιστορία. 

Θέλω να σταθώ στο εξώφυλλο του βιβλίου Γιώτα, το οποίο εξαρχής με εντυπωσίασε πολύ. Το είχα γράψει άλλωστε και στην άποψή μου. Παρόλο που η εικόνα σε πρώτη άποψη παραπέμπει σε κοινωνικό/ιστορικό μυθιστόρημα, υπάρχουν επιμέρους στοιχεία που δίνουν το στίγμα για αυτό που πρόκειται τελικά να διαβάσει ο αναγνώστης. 

Το εξώφυλλο είναι έμπνευση της Άννας Σταθοπούλου. Της αγαπημένης Άννας των BELL. Μου είχε δώσει πολλές εναλλακτικές και ήταν όλες υπέροχες. Μετά από σκέψη κατέληξα σε αυτό το εξώφυλλο και σε άλλο ένα το οποίο ήταν καταπληκτικό με τη λίμνη και ένα μαχαίρι. Ήταν πολύ εντυπωσιακό, αλλά για κάποιο λόγο το μάτι μου έπεφτε σε αυτή την εικόνα με τα τρία πρόσωπα συνεχώς. Επειδή δεν φημίζομαι για την αποφασιστικότητά μου και επειδή στο μεταξύ έπεσε στο τραπέζι κι άλλη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιδέα από μια φίλη, ακολούθησα την πιο σίγουρη μέθοδο: την ψηφοφορία μεταξύ γνωστών και φίλων και μάλιστα σε πολύ μεγάλο δείγμα χαχαχα. Αυτό το εξώφυλλο λοιπόν κέρδισε πανηγυρικά. Είπα στον Χάρη τον Νικολακάκη, «έτσι έχουν τα πράγματα» και εκείνος μου είπε «οκ πάμε με αυτό». Θεωρώ τελικά ότι πράξαμε σοφά, καθώς αυτή η ανατροπή που αναφέρεις ιντριγκάρει τον αναγνώστη και με κάποιο περίεργο τρόπο αποτυπώνει πλήρως το περιεχόμενο του βιβλίου το οποίο ενώ είναι αστυνομικό εμπεριέχει στοιχεία κοινωνικού και πολιτικού αφηγήματος. Βρίσκω επίσης πολύ ωραίο το γεγονός ότι ο κάθε αναγνώστης δίνει άλλο όνομα στα πρόσωπα του εξωφύλλου. Τρία πρόσωπα που σε κοιτάζουν και σε καθηλώνουν κυριολεκτικά.

Θα παραμείνω το εξώφυλλο όπου διαβάζουμε δυο φράσεις: «Αν δεν ελέγξεις το μυαλό σου κάποιος άλλος θα το κάνει» και «Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται». Προφανώς και δεν είναι τυχαία η τοποθέτησή τους εκεί. Θεωρείς ότι τα παιχνίδια μυαλού παίζουν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημά σου;

Τα παιχνίδια του μυαλού παίζουν σημαντικό ρόλο σε όλη την πορεία της ανθρωπότητας. Η προσπάθεια χειραγώγησης μέσω του μυαλού είναι συνώνυμη κάθε μορφής εξουσίας, ενώ ιδίως στις μέρες μας είναι μια επιχείρηση σε πλήρη εξέλιξη και με πολλά όπλα. Αλλά ναι και στο «Σσαμπάτ» παίζει πολύ μεγάλο ρόλο αυτό το  «αν δεν ελέγξεις το μυαλό σου κάποιος άλλος θα το κάνει», καθώς σε όλες τις ιστορίες του βιβλίου, από την πολιτική μέχρι τον έρωτα, έχουμε να κάνουμε με προσπάθειες  ελέγχου. 

Ποια είναι η συνταγή για ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα κατά τη γνώμη σου Γιώτα;

Αν γνωρίζαμε τη συνταγή, θα γράφαμε όλοι best seller. Θα σου μιλήσω σαν αναγνώστρια λοιπόν με καθαρά υποκειμενικό κριτήριο. Θεωρώ πολύ σημαντική υπόθεση τη γλώσσα σε κάθε είδος βιβλίου. Είναι αυτή που υπαγορεύει τα πάντα με έναν πολύ υπόγειο τρόπο. Από την ένταση μέχρι το συναίσθημα, την παραγωγή της εικόνας μέσα στη φαντασία σου και εκείνους τους μαγικούς υπαινιγμούς που δίνουν στον αναγνώστη κίνητρο για να καλλιεργήσει την υποψία του. Έπειτα, όταν μιλάμε για αστυνομικό, μιλάμε για μια ιστορία που θα πρέπει να είναι νευρώδης, έξυπνη, πρωτότυπη και «σφιχτή» μέχρι το τέλος. Προσωπική μου επιθυμία είναι στα βιβλία να υπάρχουν δυνατά ψυχογραφήματα. Να καταλαβαίνεις δηλαδή τα πρόσωπα και τα κίνητρά τους. Να μπορείς κλείνοντας το βιβλίο να πάρεις μαζί σου τους ήρωες, ή να αναγνωρίσεις μέσα από αυτούς ένα κομμάτι του εαυτού σου.

Πες μας έναν αγαπημένο συγγραφέα κι έναν αγαπημένο τίτλο βιβλίου.

Είμαι μανιώδης Καραγατσική. Καραγάτσης λοιπόν και «Κίτρινος Φάκελλος» ή «Η Μεγάλη Χίμαιρα». Πέρα αυτού ένα από τα βιβλία που με έχουν  ιντριγκάρει πολύ, είναι «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» του  Μπουλγκάκοφ.

Ετοιμάζεις κάτι άλλο αυτή την περίοδο;

Ναι, αλλά προς το παρόν με ρυθμούς χελώνας. Επιβάλλεται να ανεβάσω άμεσα ταχύτητες. 



Η άποψη της Γιώτας Β. για τα βιβλία της Γιώτας Κ.:

  • Για το «Σσαμπάτ» εδώ και
  • Για το «Η μυρωδιά του Αχινού» εδώ







Σχόλια