ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΚΑΡΥΔΑΚΗ

Σπύρος Καρυδάκης, Ιανουάριος 2020

Σπύρος Καρυδάκης: «Πολύ συνειδητά, επέλεγα χειρωνακτικές εργασίες, γιατί έτσι εξασφάλιζα ελευθερία του νου»

Συνέντευξη στη Γιώτα Βασιλείου, Φεβρουάριος 2020

     Αν υπήρχε η δυνατότητα να συνδέσουμε ένα λήμμα στο λεξικό με το όνομα ενός ανθρώπου, αυτά θα ήταν η λέξη «αιρετικός» με το όνομα του Σπύρου Καρυδάκη! Ένας διαφορετικός πεζογράφος, ο οποίος υπερβαίνει με τον ανορθόδοξο και υπερβολικό του λόγο, κάθε λογοτεχνικό προηγούμενο. Σε κάθε πόνημά του, ο κος Καρυδάκης, με όπλο την ευφάνταστη πένα του, ξεδιπλώνει τις ιστορίες του και ταυτόχρονα «ξεμπροστιάζει» την ασχήμια του κόσμου με τρόπο πολλές φορές επιδεικτικό. Ας μου επιτραπεί η έκφραση: «τα χώνει και δεν το μετανιώνει»! Παλινδρομώντας διαρκώς από τον διάλογο στην αφήγηση και τούμπαλιν, ο Σ.Καρυδάκης  προσφέρει στους αναγνώστες του ένα πλούσιο υλικό, διανθισμένο με ιστορικά, πολιτικο-κοινωνικά και παγανιστικά στοιχεία και περιγραφές οι οποίες, δεν είναι λίγες οι φορές, που είναι  ανατριχιαστικά ωμές και σκληρές.

     Πολυπράγμων και ασίγαστη προσωπικότητα, ο Σπύρος Καρυδάκης ποτέ δεν έκατσε «φρόνιμα». Έχει ασχοληθεί με χιλιάδες πράγματα στη ζωή του και κατά καιρούς φαινόταν στα μητρώα του ΙΚΑ ως εργάτης, ψήστης, επιμελητής ύλης σε περιοδικό, ανθοπώλης, βιβλιοϋπάλληλος αλλά και ως ναυτικός, αγρότης κτλ. Αυτή του η ενασχόληση με άσχετα μεταξύ τους αντικείμενα, «κατασκεύασε» αυτή την πρισματική προσωπικότητα. Η πλούσια εμπειρία του κου Καρυδάκη είναι εμφανής στο έργο του. Έχει σπουδάσει στο δρόμο, στο λιμάνι, στον αγρό. Εκτός από την συγγραφή πεζών και ποιημάτων, ο Σπύρος Καρυδάκης αγαπά να μελετά την φύση και κυρίως τον πολύχρωμο κόσμο της χλωρίδας και τα πολιτισμικά ή ανθρωπολογικά παρεπόμενά του. 


Κύριε Καρυδάκη, καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον χρόνο που μας αφιερώνετε και να ευχηθώ ολόψυχα να είναι καλοτάξιδα όλα σας τα βιβλία!
Σας ευχαριστώ θερμά. Εύχομαι σε σας δημιουργικότητα και επιτυχία, και στην ιστοσελίδα σας καλό αρμένισμα στον καθόλου ειρηνικό ωκεανό του Διαδικτύου.

Γνωρίζω ότι είστε ένας άνθρωπος πολυπράγμων. Πώς όμως μπήκε η συγγραφή στη ζωή σας;

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με πολλά βιβλία. Ο πατέρας μου έγραφε ποιήματα και διάβαζε πολύ, έχοντας μια μεγάλη γκάμα διανοητικών όσο και πρακτικών ενδιαφερόντων. Η μητέρα μου είναι από τις γυναίκες του παλιού καιρού, που μπορούν να σου απαγγέλλουν ώρες δημοτική ποίηση και να σου αφηγούνται απίστευτα σύνθετες και όμορφες λαϊκές παραδόσεις με ρίζες μες στις χιλιετίες, καθώς και συναρπαστικές ιστορίες από το παρελθόν. Επίσης, επειδή ήμουν δυσλεκτικός σε μια εποχή που οι δάσκαλοι και οι καθηγητές δεν ήξεραν ούτε τη λέξη αυτή και θεωρούσαν τους δυσλεκτικούς ή τεμπέληδες ή ηλίθιους, τα πήγαινα πάντοτε παναθλίως με τα σχολεία. Για τούτο έπρεπε να αυτομορφωθώ και να αυτοδιαμορφωθώ με δική μου ευθύνη και προσπάθεια.
Η δυσλεξία, συχνά, έχει τούτο το παράξενο: Πράγματα που όλος ο κόσμος μαθαίνει εύκολα στο σχολείο, όπως οι πράξεις αριθμητικής, εσύ τα βλέπεις τελείως ακατόρθωτα, ενώ άλλα ζητήματα μάθησης και δημιουργίας που για το 99% των παιδιών είναι αδιανόητα, εσένα σου φαίνονται απλούστατα — αλλά όχι υπό την πίεση του σχολείου. Έτσι, καθώς στο σχολείο με θεωρούσαν προβληματικότατο, από μικρός εξαναγκάστηκα να αντιμετωπίσω τον εαυτό ο ως ψιλοτερατάκι, και έτσι να διερωτηθώ σοβαρά περί του γνώθι σαυτόν. Μετά, όλα έρχονται μόνα τους.

Σε μια εποχή που η επιστήμη έχει «απενοχοποιήσει» τη δυσλεξία προ πολλού, ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που τηρούν «σιγή ιχθύος» όταν το θέμα τους αγγίζει σε προσωπικό επίπεδο. Τι έχετε να τους συμβουλέψετε;

Στα παιδιά με δυσλεξία ή μαθησιακές δυσκολίες, θα τους έλεγα με το χέρι στην καρδιά: Πρώτα να δουν τι τους αρέσει και τι αισθάνονται ότι θα το κάνουν καλά. Να απορρίψουν ό,τι το περιβάλλον προσπαθεί να τους επιβάλλει πως είναι υποχρεωμένοι να το μάθουν. Είναι κρίμα να μαυρίζουν ζωές παιδιών μόνο και μόνο γιατί μπορούν να κάνουν υπέροχα πράγματα, και όμως τους επιβάλλονται άλλα που τους είναι ξένα.
Επίσης, να αποδεχτούν ως κάτι φυσικό ό,τι είναι, και να το διακηρύσσουν όπως λένε ας πούμε «Παίζω ποδόσφαιρο», ή «Μ’ αρέσει η ραπ». Μεγάλοι συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες ήταν και είναι δυσλεκτικοί. Απλά, άλλοι είναι καλοί στους αριθμούς άλλοι στις λέξεις, σε επιστήμες ή σε τεχνικές εργασίες. Προπάντων θα τους έλεγα να μην αυτοαπομονώνονται. Οι δυσλεκτικοί κάνουν πολλούς φίλους, είναι εργατικοί, προσληπτικότεροι από τον μέσο όρο, κοινωνικοί, αγαπησιάρηδες, αρκεί να διαγράψουν μέσα τους την προκατάληψη και να αποφύγουν τον αέναο αυτοεγκλεισμό μες στη «διαφορετικότητα». Όλοι διαφορετικοί είμαστε, άρα όμοιοι.
Τα ίδια θα έλεγα και στους γονείς. Και προς Θεού, όχι άρνηση του ζητήματος και απόκρυψη! Ειδικοί επιστήμονες μπορούν να βοηθήσουν γονείς και παιδιά. Μετά από μια βασική στήριξη από αυτούς, δεν είναι αναγκαία μια αέναη «θεραπεία». Χρειάζεται απλά αυτοαποδοχή κι εκλογή των προσωπικών δεξιοτήτων.

Στο βιογραφικό σας αναφέρετε ότι έχετε ασχοληθεί με δεκάδες, φαινομενικά άσχετα πράγματα μεταξύ τους (αγρότης, εργάτης, ναυτικός, ψήστης, επιμελητής ύλης σε περιοδικό, ανθοπώλης, βιβλιοϋπάλληλος κ.ά.). Υπάρχει κάποιος κοινός παρανομαστής, εκτός φυσικά της ευνόητης ανάγκης για βιοπορισμό;

Με συνάρπαζε πάντα η πολυμέρεια, η ελεύθερη ενασχόληση με πολλούς διαφορετικούς τομείς γνώσης και η παρατήρηση πολλών διαφορετικών καταστάσεων της φύσης και του κοινωνικού βίου. Σπούδασα δημοσιογραφία. Δουλεύοντας ως δημοσιογράφος, αντιμετώπισα πλέον αναγκαστικά την προοπτική της λεγόμενης καριέρας. Επιθυμώντας λοιπόν την πολυμέρεια, την περιπέτεια του βίου, τις εμπειρίες και τη γνώση σε διαφορετικές καταστάσεις, κοντά σε ποικίλους ανθρώπους κάθε τάξης και μόρφωσης, αποφάσισα από νωρίς την άρνηση κάθε είδους καριέρας. Πολύ συνειδητά, επέλεγα χειρωνακτικές εργασίες όσο μου το επέτρεπε η ηλικία, γιατί έτσι εξασφάλιζα ελευθερία του νου, και επειδή έτσι εργάζεται η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων του πλανήτη — εκεί βρίσκεται η ζωή της αδιαμεσολάβητης αντικειμενικότητας. Το πλήρωσα βεβαίως και το πληρώνω ακριβά με αφάνταστο μόχθο και πενία. Τώρα, στα 59 μου χρόνια, εργάζομαι ως επιμελητής και διορθωτής βιβλίων. 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να βιοποριστεί ένας συγγραφέας στην Ελλάδα, μόνο μέσω της πένας του;
Δεν είναι καθόλου εύκολο, για τον απλούστατο λόγο ότι η Ελλάδα έχει μικρό πληθυσμό, οπότε και το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό. Επίσης, δεν υπάρχουν εδώ ατζέντηδες ή οργανώσεις για να εκπροσωπούν τους συγγραφείς, οι οποίοι γι’ αυτό αναγκάζονται να προωθούν μόνοι το έργο τους, όσοι το προωθούν, και μόνοι να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. 
Κι όμως, μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Για παράδειγμα, ο ΟΣΔΕΛ (Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρησης Έργων Λόγου), από τότε που ιδρύθηκε, λειτουργώντας άψογα και με φαντασία, με άριστη συνεργασία εκδοτών και συγγραφέων, άλλαξε προς το πολύ καλύτερο το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων, προς όφελος τελικά όλων, σε τελευταία ανάλυση και του αναγνώστη. 

Είναι φανερό σε όλα τα βιβλία σας ότι αντλείτε έμπνευση, τόσο από την ψυχοσύνθεση και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, όσο και από τη φύση, τους θρύλους και τις δοξασίες που σχετίζονται με αυτήν. Τι άλλο έχει «οπλίσει» το χέρι σας, στα χρόνια της συγγραφικής σας πορείας;

Η συνεχής παρατήρηση των πάντων, αλλά και η μνήμη, η ανυποχώρητη έναντι των ποικίλων ιδεολογικών ή νευρωσιακών παραχαράξεων της πραγματικότητας.

Είναι φανερό ότι, έχετε την άνεση να γράψετε τόσο ένα βιβλιαράκι των 119 σελίδων όπως είναι το «Να δούμε ποιος θα φαγωθεί», όσο και έναν τόμο που ξεπερνά τις 500 σελίδες, όπως είναι το «Thérion». Τι είναι αυτό που καθορίζει τελικά, τον όγκο που θα λάβει το κάθε σας πόνημά;

Είναι απλά και μόνο το σχέδιο της πλοκής και της αρχιτεκτονικής του έργου. Όταν καθοριστεί το θέμα και η πλοκή, τότε το βιβλίο επεκτείνεται σε όσες σελίδες χρειάζονται.


Οφείλω να ομολογήσω ότι από όλα σας τα βιβλία έχω ξεχωρίσει ένα κι αυτό δεν είναι άλλο από το «Άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου». Πώς σας προέκυψε αυτή η τόσο ιδιαίτερη ιστορία; Κατά πόσον υποβόσκει το αυτοβιογραφικό στοιχείο; 
Το βιβλίο γράφτηκε το 2002. Ήμουν τότε τελείως απελπισμένος, λόγω της καταστροφής στην ψυχή των ανθρώπων και στην κοινωνία, που έβλεπα να έρχεται καλπάζοντας — ό,τι ζούμε σήμερα. Στα τέλη του 20ού αιώνα σχεδόν όλοι πίστευαν ότι τα πάντα είναι υπέροχα. Περιθωριοποιούνταν όσοι φώναζαν ότι όλο τούτο ήταν ψέμα, κι ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τον προθάλαμο μιας καταστροφής που δεν έχει ξαναζήσει η ανθρωπότητα. Ότι η καταστροφή αυτή οφείλεται στο υπάρχον οικονομικό-κοινωνικό σύστημα, τον καπιταλισμό όπως αυτός έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αναιρώντας θεσμούς ακόμη και της αστικής δημοκρατίας. Επειδή η απελπισία έχει ως αντίβαρο το χιούμορ, το βιβλίο οργανώθηκε ως μια σάτιρα στην ευρωπαϊκή παράδοση των αλληγορικών λιβέλλων, η οποία ξεκίνησε από έργα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, όπως κάποια του Λουκιανού ή η «Apocolocynthosis» του Σενέκα. Επιζητεί όμως να φωτίσει πώς το σύγχρονο οικονομικό-κοινωνικό καθεστώτος εμφυτεύει σαδομαζοχιστικά στοιχεία στις ψυχές, τα οποία αναδύονται μες από τις ερωτικές σχέσεις.
Δεν γράφω βιβλία αυτοβιογραφικά. Βεβαίως, όμως, χρησιμοποιώ ενίοτε κομμάτια γνώσεων ή εμπειριών δικών μου, καθώς και άλλων πραγματικών ανθρώπων που έχω μελετήσει τις προσωπικότητες και τις ζωές τους.

Πρόκειται για ένα κείμενο σχεδόν ποιητικό. Γεμάτο αλληγορίες, λογοπαίγνια, μεταφορές και συσχετισμούς. Πόσο δύσκολο ήταν να το γράψετε;

Τα βιβλία μου τα φτιάχνω στο μυαλό μου λεπτομερώς χρόνια ολόκληρα και άλλα τόσα χρόνια χρειάζομαι για να τα γράψω. Μα το βιβλίο αυτό γράφτηκε μες σε έναν Ιούνιο μονορούφι, σε έναν «πυρετό» από τον οποίο δεν μπορούσα να απαλλαγώ μέχρι να το τελειώσω. Στην έκδοση που κυκλοφορεί τώρα, των «Εκδόσεων Πάπυρος», το διόρθωσα σε ορισμένες λεπτομέρειες κι έκοψα μερικές φλυαρίες του «πυρετού».

Στο βιβλίο σας «Το Γυναικόκαστρο», πραγματεύεστε μια κοινωνία μητριαρχική, όπου το πρώτο και κύριο λόγο σε όλα, έχουν οι γυναίκες. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτό.

Το «Γυναικόκαστρο» είναι ένας φόρος τιμής προς το γυναικείο φύλο. Προσπάθησα να συνδυάσω στον λόγο και στα πρόσωπα ό,τι θεωρώ γυναικεία χαρακτηριστικά, δηλαδή την ποίηση ως βιωματική κατάσταση, την άκρα λειτουργικότητα της καθημερινής ζωής, καθώς και τον μύθο ο οποίος γίνεται αβίαστα πράξη. Το «χωριό των γυναικών», με τον μοναδικό άντρα ο οποίος ζει εκεί και αποτελεί ενεργούμενο των θηλυκών κατοίκων μα και ερωτικό τους αντικείμενο, θέλησα να είναι πραγματική κατοικία σύγχρονων ανθρώπων, όσο και μια κατηγορία της ψυχής και της ύλης εκτός τόπου και χρόνου. Έτσι, ο νεαρός ήρωας εντέλει χάνει την αίσθηση της Ιστορίας και της ίδιας της υπόστασής του.
Ο ήρωας είναι πολλαπλά «ξένος»: Είναι μοναδικός άντρας μεταξύ γυναικών, Γερμανός μεταξύ Ελληνίδων, περιθωριακό παλληκάρι της μεγαλούπολης (που σχεδιάζει όμως κόμικς με ταλέντο και γνώση), το οποίο βρίσκεται ξαφνικά σε μια εκλεπτυσμένη και παμπάλαια κοινωνία. Διδάσκεται να είναι απλά ο φορέας του φύλου του. Όσα έχει μάθει ως τότε πρέπει να τα ξεχάσει, και στο εξής να επαναφορτιστεί από τις γυναίκες σαν άδεια μπαταρία, με καινούργια γνώση και συνείδηση. Με νέα αντίληψη περί έρωτα και βίου, σε ένα κόσμο όπου όλες οι ανδρικές κατασκευές περί κοινωνίας, εξουσίας, εργασίας, έρωτα, διανοητικότητας, καθημερινότητας, κράτους, έχουν καταρρεύσει.

Θεωρείτε ότι θα μπορούσε πράγματι να υπάρξει μια τέτοια κοινωνία; Θα ήταν βιώσιμη; Κι αν ναι, ποιες θα ήταν οι αρχές που θα πρέπει να τη διέπουν;

Στις μυθολογίες και στις παραδόσεις πολλών λαών αναφέρονται κοινωνίες όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι γυναίκες. Στον μύθο του Ησιόδου για τα γένη των θνητών, το «αργυρό» γένος πιθανότατα απηχεί έναν μητριαρχικό πολιτισμό. Τα βασικά χαρακτηριστικά του αργυρού γένους ήταν ότι το αρσενικό παιδί, «εκατό χρόνια τρεφόταν δίπλα στη σοφή μητέρα του / αδιαμόρφωτο, ένα μεγάλο νήπιο, μες στο σπίτι», και ότι «ούτε θεούς να λατρεύουν / ήθελαν, ούτε θυσίες στους μακάριους να επιτελούν, στους βωμούς». Δηλαδή, οι ηγέτες και οι δημιουργοί αυτής της κοινωνίας ήταν γυναίκες, ενώ έλειπαν καταπιεστικές θρησκείες που γεννούν τόσο αίμα και καταστροφή.
Μια τέτοια κοινωνία θα ήταν βιώσιμη, αν στηριζόταν σε πολιτικές-οικονομικές αρχές τελείως διαφορετικές απ’ ό,τι οι καπιταλιστικές. Αν οι γυναίκες ανέπτυσσαν τις ένστικτες αρχές του φύλου τους, που είναι η ειρηνικότητα, η άρνηση του πολέμου και του βίαιου ανταγωνισμού αλλ’ όχι φυσικά και της άμιλλας, η μη-επιθετικότητα κ.λπ. Τα στοιχεία που έχουμε από τις μυθολογίες των λαών για μητριαρχικές κοινωνίες, δείχνουν ότι σε αυτές επικρατούσε ένα είδος συλλογικής ιδιοκτησίας των βασικών αγαθών, δηλαδή ένας πρωτοσοσιαλισμός. 
Τα παραπάνω αποτελούν επίσης βασικές προϋποθέσεις ώστε να έχει νόημα μια κοινωνία τέτοιου τύπου. Αν οι γυναίκες απλά αντικαταστήσουν τους άντρες στην εξουσία, διαπράττοντας τα ίδια καταστροφικά λάθη με αυτούς, ένα τέτοιο καθεστώς δεν θα είχε νόημα. Το κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, για λόγους πολιτικής ορθότητας και αυτοδιαφήμισης, τοποθετεί σήμερα παντού σε ηγεσίες κρατών, διεθνών οργανισμών κ.λπ. γυναίκες, των οποίων η πολιτική δεν διαφέρει σε τίποτα από των αντρών.

Ποιο κατά τη γνώμη σας θα ήταν το «πρότυπο» άντρα που θα μπορούσε να ενσωματωθεί πλήρως σε μια τέτοια κοινωνία;

Εκείνο που θα συνέχιζε να παίζει τα πολεμικά και ανταγωνιστικά παιχνιδάκια του σαν καλό παιδάκι στην αυλή της ειρηνικής μαμάς του και της καλής του ή στον υπολογιστή, κι όχι στην καμπούρα του γείτονά του. 

Είστε νησιώτης στην καταγωγή, εν τούτοις έχετε γράψει αρκετά για την ηπειρωτική Ελλάδα. Ποιοι είναι οι δεσμοί που σας δένουν με τα βουνά της πατρίδας μας;

Το ενδιαφέρον μου για τη φύση, θάλασσα ή ορεινή χώρα, οφείλεται σε παιδικά βιώματα, αγάπες, διαβάσματα και παρατηρήσεις, που μετέπειτα πήραν νόημα από τη συγκρότηση ενός πλέγματος ιδεών για τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της συνείδησης και των κοινωνιών. Επιπλέον, προσωπικά στα βουνά βρίσκω ό,τι πάντα με συνάρπαζε: Ομορφιά, αυτοδοκιμασία, άθληση, κίνδυνο, γνώση, αυτεπίγνωση. Έχοντας ιδιαίτερο πάθος με τον φυτικό κόσμο, παρουσιάζω στην ιστοσελίδα μου, www.analphabet.gr, τη φωτογραφική συλλογή μου με αγριολούλουδα της Ελλάδας, μια ερασιτεχνική πλην επίμοχθα συγκροτημένη εργασία. Επίσης, δημοσιοποιώ εκεί κατά καιρούς ψηφιακά άλμπουμ με φωτογραφίες και κείμενα για τα ελληνικά βουνά. Επισυνάπτονται έρευνές μου για τις αναφορές καθενός τους στην αρχαία μυθολογία και Ιστορία, καθώς και στοιχεία των μελετών που διεξάγω από χρόνια περί των φαρμακευτικών βοτάνων της ελληνικής φύσης, όπως παρουσιάζονται στην αρχαία ελληνική γραμματεία, στην αρχαία βοτανολογία και ιατρική.

Τον Φεβρουάριο του 2019 κυκλοφορήσατε ακόμη μια συγγραφική σας δουλειά, με τίτλο «Χ.Τ. 1985 μ. Χ. μια νέκυια», από τις εκδόσεις «Σκαρίφημα». Πρόκειται για ένα μικρούλι βιβλιαράκι, έκτασης μόλις 64 σελίδων. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό. Τι πραγματεύεται;

Στα τέλη του ’70 είχε φτάσει το τέλος των ανατολικοευρωπαϊκών ολοκληρωτικών καθεστώτων, αλλά και η τελική μετάλλαξη της κεφαλαιοκρατίας στο μόρφωμα που σήμερα απειλεί τον ίδιο τον πλανήτη. Καθώς η Ελλάδα είχε μόλις βγει από μια δικτατορία, πολλοί νέοι πίστευαν ότι η ελπίδα μπορούσε να αναδυθεί μες από την οργανωμένη αντίσταση εναντίον κάθε ολοκληρωτισμού. Αυτοί οι νεαροί και ευφυείς άνθρωποι, άσχετα αν έπραξαν σωστά ή λανθασμένα, είχαν μια συγκροτημένη ιδεολογία, που ήταν ο ελευθεριακός σοσιαλισμός. Ο Χρήστος Τσουτσουβής ήταν ένας από αυτούς, παιδί του αντιδικτατορικού αγώνα. Αν έκανε αυτά που του αποδίδει το καθεστώς, δεν το γνωρίζουμε. Οι πράξεις του, ό,τι κι αν αποκαλυφθεί κάποτε πως έπραξε, θα πρέπει να κριθούν με βάση την Ιστορία και τις επιστήμες του ανθρώπου. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι σκοτώθηκε το 1985 σε μια τυχαία σύγκρουση με τρεις αστυνομικούς που νόμιζαν ότι είναι απλός κλεφτάκος, και μαζί του σκοτώθηκαν επίσης οι αθώοι αστυνομικοί, νέοι άνθρωποι όπως και ο Χ.Τ.
Όλα αυτά αποτελούν μέρος της μυθολογίας, τραγικής με την αρχαία έννοια, όσων τότε ήμασταν έφηβοι ή στην πρώτη νιότη μας και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τον κόσμο. Και η μυθολογία δεν είναι πάντοτε απολύτως κατανοητή, ούτε ευνόητη, ούτε ευχάριστη. Το αφήγημα, λοιπόν, είναι μια εντελώς φανταστική δημιουργία, μια λογοτεχνική ανάπλαση των υποτιθέμενων σκέψεων του Χ.Τ. κατά τα τελευταία λεπτά πριν τη σύγκρουση. 

Είναι φανερό, τουλάχιστον έτσι το εκλαμβάνω προσωπικά, τόσο από το συγγραφικό σας έργο όσο και από τις απαντήσεις σας στη συνέντευξή μας, ότι κρύβετε πολύ «θυμό» μέσα σας. Τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να σβήσει ή έστω να περιορίσει τη «φωτιά» μέσα σας;

Δεν πρόκειται περί θυμού, πρόκειται περί των καταστάσεων του λόγου. Όλοι, βέβαια, θυμώνουμε ενίοτε. Ο έντεχνος λόγος μιμείται τα πάθη, κι ο δημιουργός είναι μίμος. Αυτό έχει ήδη αναλυθεί φιλοσοφικά από τον Αριστοτέλη. Δεν θυμώνει ή γελά ο συγγραφέας, ο ήρωάς του θυμώνει ή γελά. Ένα από τα μέγιστα πνεύματα των νεότερων χρόνων, ο Χέλντερλιν, γράφει: «Μη φοβηθείτε τον ποιητή, την ευγενική οργή του• Το γράμμα του / σκοτώνει, αλλά το πνεύμα του ζωοποιεί». Στο «Περί ύψους», αναλυτικό και κριτικό έργο του 1ου μ.Χ. αιώνα που αποδίδεται στον ρήτορα Λογγίνο, αναφέρεται τούτη η λεπτή διάκριση: Ότι στον πεζό λόγο άλλο είναι το ύψος κι άλλο ο μετεωρισμός. Μερικές φορές ο λόγος των ηρώων καθενός συγγραφέα υψώνεται μέσω του πάθους και πετά, άλλες απλά μετεωρίζεται.
Τα βιβλία μου βασίζονται συνήθως σε ένα λιγότερο ή περισσότερο σαφές πολιτικό υπόβαθρο, και προσπαθούν να απαντήσουν λογοτεχνικά μια σειρά διερωτήσεων, που ξεκινούν από την κοινωνική δομή σε σχέση με τις αλλοτριωτικές δυνάμεις του λογής εξουσιασμού των ανθρώπων πάνω σε ανθρώπους (πολιτικού, ιδεολογικού, ερωτικού ή οτιδήποτε), και προχωρούν προς τα πίσω, προς τις απαρχές, προς τη δύναμη των ενστίκτων και των ασυνείδητων καταβολών πάνω στην ατομική και κοινωνική συνείδηση. Έτσι, ο λόγος των ηρώων μου μπορεί να εκληφθεί ως πάθος του συγγραφέα. Όμως, κύριο μέσον του συγγραφέα δεν είναι το ίδιο το πάθος, είναι η τραγική αναπαράσταση των παθών, έτσι ώστε η λογοτεχνία να υψώνεται στον νου του αναγνώστη και να πετά. Κατά το λειτουργικό σχήμα του Λογγίνου, η αποτελεσματική λογοτεχνία πετά, η αναποτελεσματική απλά μετεωρίζεται.

Κύριε Καρυδάκη, πώς δέχεται το κοινό το συγγραφικό σας έργο; Τι κριτικές δέχεστε και πώς απαντάτε σε αυτές;

Ευτύχησα να δεχτώ μια πλήρη γκάμα απόψεων για τα έργα μου: Από την αποδοχή πολύ σημαντικών κριτικών και διανοούμενων, στη θετική δυσπιστία άλλων, στην ψιλοαρνητική αποδοχή κάποιων, ως την άγρια πολεμική και ως την απόλυτη καταδίκη του τύπου: «Αυτό δεν είναι λογοτεχνία!» Τούτο σημαίνει για μένα ότι κάτι έχω κάνει, ανησυχαστικό αν μη τι άλλο… 

Τι περιμένουμε από εσάς προσεχώς;

Έχω τελειώσει ένα μυθιστόρημα κατά βάση πολιτικό, μα δεν ξέρω πότε θα δημοσιοποιηθεί. Ο τίτλος του είναι «Ελληνική Ιστορία», και διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη. Η περιγραφή των διαπροσωπικών σχέσεων των νεότερων ανακυκλίζει ιστορικά και ψυχολογικά τις σχέσεις των πατέρων τους, των παππούδων τους, των προγόνων τους, καθώς και χρονίζοντα προβλήματα της νεοελληνικής Ιστορίας. 

Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας διαθέσατε. Σας ευχόμαστε κάθε επιτυχία σε όλα τα επίπεδα.

Σας ευχαριστώ κι εγώ, ευχόμενος δημιουργικότητα και χαρά.


~|~|~|~|~|~|~|~|~|~|~|~|~|~|~

Την άποψή μας για κάποια από τα βιβλία του κύριου Καρυδάκη, μπορείτε να βρείτε παρακάτω:





Καλιακούδα, 20 Ιουλίου 2018


Από την ιστοσελίδα του συγγραφέα analphabet.gr:

Αγριολούλουδα της Ελλάδας

Sempervivum marmoreum (Gris.), ο περίφημος «αμάραντος» του δημοτικού τραγουδιού. Άγραφα, όρος Βουτσικάκι. Ο δημοτικός στίχος «Για ιδέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει» είναι ακριβέστατος, αφού ζει μόνο στις γυμνές κορυφογραμμές πάνω από τα 1.900 μ. 



Jankaea heldreichii (Boiss.), ένα σπάνιο ενδημικό φυτό του Ολύμπου


Lilium chalcedonicum (L.), το «ελληνικό κρίνο», ενδημικό της Ελλάδας και της νότιας Αλβανίας.
Εδώ, στην Πάρνηθα

Σχόλια